Θα επιβιώσει η Ευρωζώνη; Οι ηγέτες της Γαλλίας και της Γερμανίας έθεσαν πλέον ανοιχτά το ερώτημα την περασμένη βδομάδα, με αφορμή το παράδειγμα της Ελλάδας. Αν οι πολιτικοί είχαν κατανοήσει πριν 20 χρόνια όσα γνωρίζουν σήμερα, δεν θα είχαν ποτέ εισαγάγει το ενιαίο νόμισμα. Το μόνο που κρατά πια την Ευρωζώνη είναι ο φόβος για τις συνέπειες της διάρρηξης του ευρώ. Το κρίσιμο ερώτημα είναι: φτάνει ο φόβος; Η απάντηση είναι: μάλλον όχι. Οι προσπάθειες να τεθεί υπό έλεγχο η ευρωπαϊκή κρίση χρέους μέχρι στιγμής έχουν αποτύχει. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι έπαιξε ρόλο η αποδιαρθρωτική επιθυμία για δημοκρατική νομιμότητα του Γιώργου Παπανδρέου. Αλλά η χρηματοπιστωτική πίεση έχει εγκατασταθεί για τα καλά στην Ιταλία και την Ισπανία. Με πραγματικό επιτόκιο της τάξης του 4,5% και οικονομική ανάπτυξη της τάξης του 1,5% (αυτά ήταν τα νούμερα κατά μέσο όρο για την Ιταλία στο διάστημα 2000 έως 2007), το πρωτογενές δημόσιο πλεόνασμα της Ιταλίας θα πρέπει να βρίσκεται κοντά στο 4% του ΑΕΠ της ες αεί... Αλλά ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ στο 120% είναι πολύ μεγάλος. Επομένως, το πρωτογενές πλεόνασμα πρέπει να είναι πολύ περισσότερο, ο ρυθμός ανάπτυξης πολύ μεγαλύτερος ή το επιτόκιο πολύ χαμηλότερο. Με την κυβέρνηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι καμία από τις απαιτούμενες αλλαγές δεν ήταν πιθανή. Μπορεί μια άλλη κυβέρνηση να αλλάξει τα πράγματα;
Η βασική δυσκολία της Ευρώπης μέχρι στιγμής πήγαζε από την αδυναμία της να κατανοήσει τη φύση της κρίσης. Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο Νούριελ Ρουμπίνι ξαναδιατυπώνει αυτό το επιχείρημα, ξεκινώντας με μια διάκριση ανάμεσα στα χρηματιστήρια και τις κεφαλαιακές ροές. Οι κεφαλαιακές ροές μετρούν περισσότερο. Αυτό που προέχει είναι να αποκατασταθεί η εξωτερική ανταγωνιστικότητα και η οικονομική ανάπτυξη. Όπως ο Τόμας Μάγιερ της Deutsche Bank σημειώνει, «πίσω από την επιφάνεια του δημοσίου χρέους και της τραπεζικής κρίσης της Ευρωζώνης βρίσκεται μια κρίση του ισοζυγίου πληρωμών η οποία έχει προκληθεί από κακές ευθυγραμμίσεις των πραγματικών εσωτερικών ισοτιμιών». Η κρίση θα τελειώσει αν και μόνον αν οι αδύναμες χώρες κερδίσουν ξανά την ανταγωνιστικότητά τους. Επί του παρόντος, τα διαρθρωτικά τους εξωτερικά ελλείμματα είναι πολύ μεγάλα για να χρηματοδοτηθούν εθελοντικά.
Ο Ρουμπίνι υποστηρίζει ότι οι προκλήσεις των χρηματιστηρίων και των κεφαλαιακών ροών μπορούν να αντιμετωπιστούν με τέσσερις τρόπους
• Πρώτος τρόπος, αποκατάσταση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας μέσω μιας επιθετικής νομισματικής χαλάρωσης, ένα ασθενέστερο ευρώ και δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας στον πυρήνα, ενώ η περιφέρεια θα συνεχίζει τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις.
• Δεύτερος τρόπος, αποπληθωριστική προσαρμογή μόνο στην περιφέρεια, σε συνδυασμό με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό τη συμπίεση των ονομαστικών μισθών.
• Τρίτος τρόπος, διαρκής χρηματοδότηση της μη ανταγωνιστικής περιφέρειας από τον πυρήνα.
• Και τέταρτος τρόπος, γενικευμένη αναδιάρθρωση χρεών και μερική διάρρηξη της Ευρωζώνης.
Η πρώτη επιλογή μπορεί να επιτύχει την αναγκαία προσαρμογή χωρίς πολλές χρεοκοπίες. Η δεύτερη επιλογή δεν θα επιτύχει την προσαρμογή των κεφαλαιακών ροών σε κάποιον εύθετο χρόνο και γι' αυτό είναι πιθανότερο να μετεξελιχθεί στην τέταρτη. Η τρίτη επιλογή δεν πρόκειται να επιτύχει την προσαρμογή των χρηματιστηριακών αγορών και των κεφαλαιακών ροών στην περιφέρεια, αλλά θα απειλήσει τη φερεγγυότητα του πυρήνα. Και η τέταρτη επιλογή είναι απλά το τέλος.
Δυστυχώς, όλες αυτές οι επιλογές προσκρούουν σε σοβαρά εμπόδια. Η πρώτη που έχει και τις περισσότερες πιθανότητες να αποδώσει οικονομικά δεν γίνεται αποδεκτή από τη Γερμανία. Η δεύτερη γίνεται πολιτικά αποδεκτή από τη Γερμανία (παρά τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει στην οικονομία της), αλλά στο τέλος θα πάψει να γίνεται αποδεκτή από την περιφέρεια. Η τρίτη επιλογή δεν γίνεται πολιτικά αποδεκτή από τη Γερμανία και το πιθανότερο είναι πως δεν θα γίνει αποδεκτή ούτε από την περιφέρεια. Η τέταρτη επιλογή δεν γίνεται αποδεκτή από κανέναν – αλλά ίσως μόνο προς το παρόν.
Αυτό που συμβαίνει τώρα είναι ένα οικτρό μείγμα της δεύτερης και της τρίτης επιλογής: Έχουμε μονομερή λιτότητα με εξαιρετικά δύσκολη χρηματοδότηση. Ο Μάγιερ υποστηρίζει ότι αυτό θα μετεξελιχθεί στην πρώτη επιλογή. Το επιχείρημά του είναι πως η δραστηριότητα του Ευρωπαϊκού Συστήματος των Κεντρικών Τραπεζών που λειτουργεί ως δανειστής έσχατου καταφυγίου για τις τράπεζες οι οποίες δεν μπορούν να χρηματοδοτηθούν από τις αγορές, καταλήγει στη χρηματοδότηση των εξωτερικών ελλειμμάτων. Οι κεντρικές τράπεζες των πλεονασματικών χωρών συσσωρεύουν κατά συνέπεια μεγάλες πιστωτικές θέσεις έναντι της ΕΚΤ ενώ οι κεντρικές τράπεζες των ελλειμματικών χωρών συσσωρεύουν μεγάλες υποχρεώσεις. Στην πραγματικότητα έχουμε μια ένωση μεταβιβάσεων. Μακροπρόθεσμα, υποστηρίζει ο Μάγιερ, η νομισματική χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών θα οδηγήσει σε πληθωρισμό και θα μετατραπεί στην πρώτη επιλογή. Ο κίνδυνος του πληθωρισμού δεν είναι πραγματικός αλλά οι Γερμανοί όντως τον φοβούνται.
Μακροπρόθεσμα η πρώτη και η τέταρτη από τις επιλογές του Ρουμπίνι μοιάζουν και οι πιο πιθανές. Είτε το σύνολο της Ευρωζώνης θα προσαρμοστεί είτε θα επέλθει η διάρρηξη της. Η Γερμανία θα έπρεπε να αποδεχτεί τα ρίσκα της πρώτης επιλογής. Ο εφιάλτης της είναι ο υπερπληθωρισμός του 1923, όμως ήταν η δρακόντεια λιτότητα του 1930 - 32 που έφερε τον Χίτλερ στην εξουσία.
Το ερώτημα είναι αν είναι εφικτή η έξοδος μιας χώρας από την Ευρωζώνη χωρίς να τιναχτεί ο κόσμος στον αέρα. Ας ξεκινήσουμε αποφασίζοντας πως η έξοδος μιας χώρας με πολύ σοβαρό πρόβλημα ανταγωνιστικότητας, όπως η Ελλάδα, πρέπει να γίνει σε βάση συνεργασίας. Η Ελλάδα μπορεί να επανεισάγει το νόμισμα της – τη 'νέα δραχμή'. Οι νέες συμβάσεις στο πλαίσιο του ελληνικού νόμου και η φορολογία και οι κρατικές δαπάνες θα γίνονται στο νέο νόμισμα. Οι υπάρχουσες συμβάσεις θα παραμείνουν σε ευρώ. Οι τράπεζες θα διατηρήσουν τους παλιούς καταθετικούς λογαριασμούς σε ευρώ και θα ανοίγουν τους νέους τους λογαριασμούς σε δραχμή. Η συναλλαγματική ισοτιμία του νέου νομίσματος έναντι του ευρώ θα οριστεί από τις αγορές. Σίγουρα η 'νέα δραχμή' θα υποτιμηθεί γρήγορα αλλά αυτό ακριβώς είναι που χρειάζεται απελπισμένα η Ελλάδα.
Η ελληνική κυβέρνηση θα εξακολουθήσει να συμμορφώνεται με τους όρους ενός αναδιατυπωμένου εξωτερικού προγράμματος. Θα συνεχίσει να εργάζεται για να πετύχει τη δημοσιονομική ισορροπία αλλά θα έχει τη βοήθεια μιας πραγματικά μεγάλης υποτίμησης. Η κεντρική της τράπεζα θα διαχειριστεί ανεξάρτητα το νέο νόμισμα. Το επίπεδο των τιμών μπορεί να αυξηθεί δραματικά στο νέο νόμισμα, αλλά με δεδομένη την πλεονάζουσα παραγωγική ισχύ ο υπερπληθωρισμός μπορεί να αποφευχθεί με λίγη εξωτερική στήριξη. Οι χρεοκοπίες επί των υποχρεώσεων σε ευρώ στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα μπορούν να αντιμετωπιστούν. Αλλά αν η Ελλάδα υποχρεωθεί να περάσει μέσα από μια παρατεταμένη περίοδο αποπληθωρισμού προκειμένου να ξανακερδίσει την εξωτερική της ανταγωνιστικότητα χωρίς το νέο νόμισμα, η πραγματική αξία του χρέους της θα γίνει εκρηκτική. Εν τω μεταξύ η Ελλάδα θα χάσει την ψήφο της στην ΕΚΤ αλλά μπορεί να την ξαναπάρει αργότερα.
Αυτή η προσέγγιση για επιστροφή σε ένα εθνικό νόμισμα στη βάση της συνεργασίας, θα κοστίσει λιγότερο. Αλλά σίγουρα θα προκαλέσει μόλυνση. Αν η Ευρωζώνη αποφασίσει ότι πρέπει να αποφύγει αυτή την απειλή, θα πρέπει να επιλέξει την πρώτη επιλογή του Ρουμπίνι: αποκατάσταση της ανάπτυξης και της ανταγωνιστικότητας μέσω μιας επιθετικής νομισματικής χαλάρωσης, ένα ασθενέστερο ευρώ και δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας στον πυρήνα ενώ η περιφέρεια θα συνεχίζει τη λιτότητα και τις μεταρρυθμίσεις.
Παράλληλα οι εν δυνάμει φερέγγυες χώρες πρέπει να χρηματοδοτηθούν και η Ευρωζώνη να πετύχει ανάπτυξη ώστε να βγει από την κρίση.
Μια Ευρωζώνη που θα βασίζεται στη μονομερή αποπληθωριστική προσαρμογή θα αποτύχει. Είναι σίγουρο. Επομένως αν οι ηγέτες της Ευρωζώνης επιμείνουν σε αυτό το δρόμο, θα πρέπει να αποδεχτούν και το αποτέλεσμα.
Πηγή