Κάθε μία ξεχωριστά μπορεί να ήταν αναμενόμενη αλλά οι υποβαθμίσεις και των 9 κρατών μελών της ευρωζώνης όπως ανακοινώθηκαν ταυτόχρονα το απόγευμα της Παρασκευής προκάλεσαν σοκ. Ως άμεσο αποτέλεσμα της υποβάθμισης της απόλυτης πλειοψηφίας(!) των κρατών – μελών της, η ευρωζώνη στην πραγματικότητα άλλαξε κατηγορία, κατεβαίνοντας κι αυτή μια κλίμακα χαμηλότερα. Η υποβάθμιση του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (EFSF) από ΑΑΑ σε ΑΑ+ την Δευτέρα επικύρωσε και τυπικά το «χαμήλωμα» της ευρωζώνης. Το ίδιο συμπέρασμα υπογραμμίζουν και οι συνεχείς απώλειες που καταγράφει το ευρώ, το οποίο έναντι του δολαρίου από τον Οκτώβριο έχει χάσει το 8,6% της αξίας του. Με τη διαπραγμάτευσή του μάλιστα να κινείται στα 1,26 δολ., που αποτελεί χαμηλό ρεκόρ για τους τελευταίους 20 μήνες, τα χειρότερα είναι μπροστά του, τόσο ως αποτέλεσμα της κρίσης της ευρωζώνης που δεν λέει να κοπάσει όσο κι ως αποτέλεσμα των βραχυπρόθεσμων θετικών προοπτικών της αμερικάνικης οικονομίας. Καθόλου τυχαία η UBS AG ως δίκαιη τιμή του ευρώ «βλέπει» τα 1,15-1,20 δολ. Έχει επομένως ακόμη …δρόμο.
Όσο όμως κι αν η Standard & Poor’s να έπληξε την ευρωζώνη με την υποβάθμιση των εννέα κρατών, δίνοντας τροφή σε σενάρια για αμερικανικό δάκτυλο, η αλήθεια είναι πως η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (και όχι κάποιο δευτεροκλασάτο ευρωπαϊκό όργανο) έχει συνειδητά και σχεδιασμένα με τις πράξεις και τις παραλείψεις της δώσει τη δυνατότητα στους αμερικανικούς οίκους αξιολόγησης να παρεμβαίνουν στα εσωτερικά της ΕΕ τόσο απροκάλυπτα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της επιλογής ήταν τα όσα (δεν) αποφασίσθηκαν στην συνεδρίαση της Κομισιόν στις 15 Νοέμβρη. Με βάση ρεπορτάζ εφημερίδων η Κομισιόν απέρριψε συγκεκριμένες προτάσεις που κατέθεσε ο αρμόδιος επίτροπος για θέματα εσωτερικής αγοράς, Μισέλ Μπαρνιέ, κι οι οποίες πραγματικά θα έθεταν ένα όριο στην ανεξέλεγκτη δραστηριότητά τους. Μεταξύ αυτών των προτάσεων, που έμειναν …προτάσεις, περιλαμβάνονταν σχέδια για την απαγόρευση έκδοσης αξιολογήσεων σε χώρες για τις οποίες εξεταζόταν η υπαγωγή τους σε μηχανισμό διάσωσης και η απαγόρευση εξαγοράς άλλων μικρότερων εταιρειών αξιολόγησης. Η απόφαση αυτή κάλλιστα μπορούσε να αιτιολογηθεί στη βάση του ότι ήδη τρεις εταιρείες μόνο (Standrard & Poor’s, Fitch Moody’s) ελέγχουν to 95% της αγοράς, με το υπόλοιπο μέρος μάλιστα να ελέγχεται από εξειδικευμένες εταιρείες που ασχολούνται για παράδειγμα με τον ασφαλιστικό κλάδο, τις ασιατικές επιχειρήσεις, κ.λπ. Επιχειρήματα υπήρχαν, βούληση όπως αποδείχτηκε δεν υπήρχε… Η τελική απόφαση έγινε δεκτή με τυμπανοκρουσίες από την βρετανική πρωτεύουσα που θα δεχόταν το μεγαλύτερο πλήγμα από μία τέτοια εξέλιξη.
Πριν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανάψει «κόκκινο» στις προτάσεις περιορισμού της ασυδοσίας των αμερικανικών οίκων αξιολόγησης, προτάσεις που κατά καιρούς είχαν ακουσθεί ακόμη κι από επίσημα ευρωπαϊκά χείλη για την δημιουργία ευρωπαϊκού οίκου αξιολόγησης αποδείχθηκαν κενολογίες, χωρίς κανένα πραγματικό αντίκρισμα.
Πίσω από αυτή την ολιγωρία δεν υπάρχουν τεχνικές δυσκολίες. Αν κάτι διακρίνεται είναι η τεράστια διευκόλυνση που προσφέρουν οι οίκοι αξιολόγησης στις Βρυξέλλες και τη Φρανκφούρτη λειτουργώντας σαν φόβητρο που διευκολύνει την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας. Χωρίς μάλιστα να συνοδεύεται κι από πολιτικό κόστος, που περνάει στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Σε αυτό το πλαίσιο οι υποβαθμίσεις, επιταχύνοντας την υιοθέτηση των πολιτικών λιτότητας, παρά μάλιστα το οικονομικό κόστος που προκαλούν, περισσότερο μοιάζουν με ανέλπιστο δώρο παρά με χτύπημα κάτω από τη ζώνη.
Sofokleus10.gr