Η έλευση του Ισραηλινού προέδρου Σιμόν Πέρες αύριο για τριήμερη επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά κινήσεων που επιβεβαιώνουν την αμοιβαία βούληση για εμβάθυνση των διμερών σχέσεων. Αυτό τονίζουν διπλωματικές πηγές, οι οποίες υποστηρίζουν ότι η ελληνοϊσραηλινή συνεργασία, παρά τα ανοιχτά μέτωπα που διατηρεί το εβραϊκό κράτος, έχει τις προϋποθέσεις να εξελιχθεί σε σταθεροποιητικό παράγοντα στην περιοχή. Σημειωτέον ότι πρόκειται για την πρώτη επίσημη επίσκεψη προέδρου του Ισραήλ στην Ελλάδα.
Το υψηλό ενεργειακό διακύβευμα και η συνεργασία Ισραήλ – Κύπρου – Ελλάδας σε αυτόν τον τομέα, εκτιμούν αρμόδιοι παράγοντες εξηγώντας το σκεπτικό περί «σταθεροποιητικού ρόλου», θα οδηγήσουν κάποια στιγμή την Αίγυπτο και τον Λίβανο σε ανάγκη συνεννόησης ώστε να καταστεί δυνατή και για αυτούς η αξιοποίηση των κοιτασμάτων που βρίσκονται στα σύνορα των όμορων ΑΟΖ. «Αν όντως στην περιοχή υπάρχουν τα αποθέματα που υπολογίζεται ότι υπάρχουν, είναι πολύ μεγάλα για να μην υπάρξει συνεννόηση», λένε, «παρά το είδος των πολιτικών δυνάμεων και των καθεστώτων που αναδύονται στις χώρες αυτές, με ό,τι αυτό σημαίνει για τις σχέσεις τους με το Ισραήλ». Αυτή είναι μια σχετικά αισιόδοξη εκτίμηση που βασίζεται στο ρεαλισμό τον οποίο υποτίθεται θα επιβάλει το συμφέρον, ωστόσο αυτό προϋποθέτει ότι η κατάσταση στη Συρία δεν θα τινάξει τελικά στον αέρα όλη την περιοχή.
Στη Συρία διεξάγεται ένας πόλεμος μέσω τρίτων (proxy war), όπου η Δύση, η Ρωσία, το Ιράν, τα σουνιτικά κράτη του Κόλπου και το Ισραήλ έχουν εμπλακεί σε μια βρόμικη σύγκρουση με άδηλο τέλος.
Αν, επιπλέον, το Ισραήλ αποφασίσει να χτυπήσει το Ιράν, παρότι οι Αμερικανοί προσπαθούν να αποτρέψουν μια τέτοια εξέλιξη τουλάχιστον μέχρι τις εκλογές τους, η ευρύτερη περιοχή θα εισέλθει σε ακόμα πιο ανεξέλεγκτη φάση. Βλέποντας τι γίνεται στη Συρία, ο καθένας μπορεί να φανταστεί τι θα σημάνει ένα στρατιωτικό χτύπημα στο Ιράν.
Σε αυτό το εύφλεκτο πεδίο, οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις έχουν προφανή σημασία, παρότι ίσως ακούγεται οξύμωρο να υποστηρίζει κανείς ότι (με δεδομένα τα ισραηλινά ανοιχτά μέτωπα) η διμερής συνεργασία μπορεί να αποτελέσει περιφερειακό παράγοντα σταθερότητας, όπως προαναφέρθηκε ότι πιστεύουν Ελληνες διπλωμάτες. Οι ίδιοι άνθρωποι έλεγαν ότι η Αθήνα επιχειρεί εδώ και πολύ καιρό να οικοδομήσει ένα σταθερό πλαίσιο στρατηγικής συνεργασίας με το Ισραήλ που δεν θα επηρεάζεται από τις διακυμάνσεις στις τουρκοϊσραηλινές σχέσεις, οι οποίες δεν είναι βέβαιο ότι θα παραμείνουν σε διαρκή κατάσταση όξυνσης. Σχέσεις εμπιστοσύνης μεταξύ Αγκυρας και Τελ Αβίβ ίσως να μην υπάρξουν, είναι πιθανό όμως η πραγματικότητα της περιοχής να οδηγήσει τις δύο πλευρές σε αποκατάσταση διαύλων επικοινωνίας.
Η ελληνική συνεργασία με το Ισραήλ, από την άλλη, επεκτείνεται σε όλο και περισσότερα πεδία. Αμυνα, πληροφορίες, ενέργεια, επενδύσεις, τουρισμός, μεταφορά τεχνογνωσίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Ισραηλινοί τουρίστες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα υπερδιπλασιάστηκαν σε δύο χρόνια από 150.000 σε 380.000, κινητικότητα υπάρχει για επενδύσεις σε τουριστικές υποδομές, ενώ έντονο είναι το ισραηλινό ενδιαφέρον και για τις ιδιωτικοποιήσεις.
O αστάθμητος παράγοντας Τουρκία και οι επιφυλάξεις των γειτόνων
Αστάθμητος παράγοντας παραμένει και η Τουρκία, η συμπεριφορά της οποίας, σε σχέση με τις ενεργειακές εξελίξεις στις ΑΟΖ της Κύπρου και του Ισραήλ, δεν μπορεί να προεξοφληθεί. Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμόδιων διπλωματικών παραγόντων, και η Ουάσιγκτον φέρεται να διακατέχεται από ανησυχία για τη συμπεριφορά της Τουρκίας στο συγκεκριμένα ζήτημα. Οι ισορροπίες είναι περίπλοκες. Οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη την Τουρκία, η οποία είναι η μόνη χώρα του ΝΑΤΟ που έχει σύνορα με τη Συρία και στρατό στην περιοχή -ούτως ή άλλως, η θέση της Τουρκίας την καθιστά διαχρονικά χρήσιμη για τους Αμερικανούς-, ταυτόχρονα όμως υπάρχει όριο στην εμπιστοσύνη που μπορεί να επιδείξει η Ουάσιγκτον προς την Αγκυρα. Για την ακρίβεια, υπάρχουν (αμοιβαία) καχυποψία και αναγκαστική συνεργασία. Αυτό δεν διασφαλίζει τα πράγματα μέχρι ενός σημείου.
Ταυτόχρονα η Τουρκία βλέπει το δόγμα Νταβούτογλου να συναντά δυσκολίες, εκτιμούν διπλωματικοί παρατηρητές, αν όχι να αποτυγχάνει πλήρως… Η προσπάθεια τουρκικής διπλωματικής και πολιτισμικής διείσδυσης στον αραβικό κόσμο δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα. Η Αίγυπτος και το Ιράν, για παράδειγμα, βλέπουν με σκεπτικισμό, τουλάχιστον, την προσπάθεια της Τουρκίας να διεκδικήσει ηγεμονικό ρόλο στο μουσουλμανικό κόσμο και παρά τις φιλοδοξίες Νταβούτογλου οι σχέσεις παραμένουν γεωπολιτικά βαθύτατα ανταγωνιστικές. Ούτε το Ιράν ούτε η Αίγυπτος ούτε ο Λίβανος ούτε καμία άλλη αραβική χώρα επιθυμεί να έχει τοπικό «ηγεμόνα» πάνω από το κεφάλι της.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα της Τουρκίας αυτή την περίοδο, πάντως, είναι ο εφιάλτης που ζωντανεύει μπροστά στα μάτια της ότι οι Κούρδοι του ΡΚΚ ελέγχουν πλέον συριακά εδάφη στην άλλη πλευρά των τουρκικών συνόρων και αυτό δεν φαίνεται να είναι κάτι παροδικό.
Η Κύπρος παίζει γερά το ενεργειακό χαρτί της
Ο ενεργειακός είναι ο τομέας με τη μεγαλύτερη βαρύτητα και αναπόσπαστο μέρος της εξίσωσης στην Κύπρο. Μέρος του φυσικού αερίου της κυπριακής και της ισραηλινής ΑΟΖ θα καλύψει τις ευρωπαϊκές ανάγκες καθιστώντας τα ενεργειακά αποθέματα της περιοχής στρατηγικού ενδιαφέροντος για την Ε.Ε. και βέβαια για τις ΗΠΑ, οι οποίες αναζητούν τρόπο να μειώσουν την ενεργειακή εξάρτηση της Ευρώπης από τη Μόσχα. Ο τρόπος μεταφοράς του κυπριακού φυσικού αερίου στις αγορές θα είναι τελικά μέσω πλοίων, αφού θα κατασκευαστεί σταθμός υγροποίησης και όχι αγωγός. Ο λόγος για τον οποίο η Κύπρος προκρίνει την κατασκευή σταθμού LNG, αντί αγωγού, είναι ότι θέλει να διατηρήσει ανοιχτές τις επιλογές της για τη διοχέτευση του φυσικού αερίου και να μην είναι δεσμευμένη μόνο προς μία αγορά, την ευρωπαϊκή. Επίσης, ορισμένοι θεωρούν ότι η ύπαρξη σταθμού LNG προσδίδει στην Κύπρο ακόμα μεγαλύτερη στρατηγική αξία, σε σχέση με μια περιοχή διέλευσης αγωγού, άρα της παρέχει περισσότερη ασφάλεια. Σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα, είτε κατασκευαστεί αγωγός είτε το φυσικό αέριο μεταφέρεται υγροποιημένο με πλοία, θα έχει κομβικό ρόλο στη μεταφορά του στην Ευρώπη. Οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν τη στρατηγική σημασία που έχει για την Ελλάδα η ανακήρυξη της ΑΟΖ και η αναγκαιότητα να βρεθεί τρόπος υπέρβασης των τουρκικών απειλών ώστε η χώρα να θέσει τις βάσεις για μακροπρόθεσμη οικονομική ανάπτυξη και να διεκδικήσει το στρατηγικό ρόλο που της αναλογεί στην περιοχή.
Λάμπρος Καλαρρύτης στον Τύπο της Κυριακής