«Κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτρα λατινικήν». Λέγεται ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα. Αυτές τις ημέρες το ερώτημα που διακυβεύεται φαίνεται να προσομοιάζει τα γεγονότα και το αντίστοιχο εκείνου του ερωτήματος του χειμώνα του 1453.
- Για τον λαό το ερώτημα ήταν αν ήθελαν βοήθεια από τη δύση (με ότι συνεπάγεται αυτό ιδεολογικό-πολιτικά ή δογματικό-θρησκευτικά) ή αν θα έπεφταν στο έλεος των Οθωμανών
- Για τους ιθύνοντες/προύχοντες το ερώτημα ήταν αν θα κατάφερναν να διατηρήσουν την περιουσία και τα προνόμια τους, εφόσον διαπραγματευόντουσαν καλά πριν παραδώσουν τη πόλη
- για τους κληρικούς, παρόλο που φανάτιζαν τις μάζες ρίχνοντας ως προπέτασμα καπνού το δογματισμό , στην ουσία αυτό που τους ένοιαζε δεν ήταν η ορθοδοξία, αλλά μόνο τα υλικά αγαθά δηλαδή η εκκλησιαστική περιουσία και τα μοναστηριακά φέουδά τους .
Στην πραγματικότητα όμως η ιστορική επιλογή ήταν η εξής: Δύση ή Ανατολή
Οι κληρικοί εμφάνιζαν χρησμούς , προφητείες κι ένα σωρό μαγγανείες για να πετύχουν το σκοπό τους και να ξεγελάσουν τα αμόρφωτα πλήθη. Ο λαός προσέτρεξε και παρασύρθηκε απ αυτούς γιατί αφενός μισούσε τους Φεουδάρχες που του είχαν πιει το αίμα , αφετέρου ήταν νωπές οι αναμνήσεις της άλωσης από τους Σταυροφόρους κάποιες δεκάδες χρόνια νωρίτερα.
Τότε δυστυχώς η τελική επιλογή ήταν ανατολή και οπισθοδρόμηση. Οι πολιορκημένοι και καταπιεσμένοι επέλεξαν το τούρκικο σαρίκι αντί της παπικής τιάρας, και ακολούθησαν 400 χρόνια οθωμανικής κυριαρχίας και σκοταδισμός.
Τηρουμένων των αναλογιών η σημερινή κατάσταση προσομοιάζει με την τότε εποχή.
Με κάποια δόση υπερβολής, θα μπορούσαμε να αντικαταστήσουμε τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν τότε πρωταγωνιστικό ρόλο, με τους πρωταγωνιστές την σημερινής κρίσης:
- τον μισητό Πάπα με την (επίσης μισητή) Μέρκελ,
- τον Παλαιολόγο με τον Παπαδήμο (ή όσους στηρίζουν την κυβέρννηση) ,
- τον Ιουστινιάνη με την Τρόικα ή τον Ραιχενμπαχ ,
- τον Νοταρά με τον Τσίπρα και την Παπαρήγα ,
- τον Γεννάδιο με τον Ανθιμο και την εκκλησία γενικότερα (δεν άλλαξαν και πολλά από τότε εξάλλου),
- τους κληρικούς και τους ανθενωτικούς και τους θαυμαστές της δραχμής,
- τους Δυτικούς με τους Ευρωπαίους,
- τους σταυροφόρους με την ναζιστική Γερμανία και τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο,
- τους φεουδάρχες με τους πολιτικούς μας και τους απάτριδες κεφαλαιοκράτες του σήμερα.
Σήμερα αυτοί που υποστηρίζουν την δραχμή και της χρεοκοπίας είναι αυτοί που θέλουν να διασφαλίσουν και να μεγεθύνουν τις περιουσίες τους (αυτοί που βγάλανε τα χρήματα στο εξωτερικό, οι ντόπιοι «φεουδάρχες» κοκ). Υπάρχουν βέβαια και πολλοί που έχουν παρασυρθεί από τα κηρύγματα των παραπάνω.
Τι σήμαινε τότε να «πας» με τον πάπα ?
Ν αποποιηθούν μέρος της ιδεολογίας τους, να δεχτούν προφανώς την πρωτοκαθεδρία του, ν αλλάξουν τρόπο ζωής ίσως.
Τι σημαίνει τώρα να «πάμε» με το μνημόνιο?
Προφανώς ότι πρέπει ν ανατραπεί το παλαιό καθεστώς και ίσως να εκχωρήσουμε μέρος της εθνικής κυριαρχίας μας.
Τι σήμαινε τότε να παραδοθούν στους μωαμεθανούς?
Προφανώς όλεθρος και καταστροφή.
Τι σημαίνει σήμερα η επιστροφή στη δραχμή για τον υπό οικονομική πολιορκία λαό?
Μια Ελλάδα σαν την Αλβανία του προηγούμενου αιώνα. Μια Ελλάδα που θα πισωγυρίσει στην «ανατολίτικη» νοοτροπία του εύκολου πλουτισμού, του μπαξισιού και της κλεψιάς.
To μέλλον μας ζωγραφίζεται, κι ελπίζω να χρησιμοποιήσουν τα σωστά εργαλεία κι όχι μελανά χρώματα…
Μακάρι αυτοί που σήμερα γλυκοκοιτάνε την οπισθοδρόμηση και την δραχμή, να ανατρέξουν και να παραδειγματιστούν από την τύχη των ανθενωτικών και τις συνέπειες της επιλογής που έγινε τότε.
======================================
Ας δούμε πως περιγράφει περιληπτικά τα γεγονότα ιστορικός Γιάννης Κορδάτος βασισμένος σ’ όλες τις ιστορικές πηγές:
Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η’ ήταν βέβαιος ότι η επιβίωση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, έστω και σε αυτό το ισχνό της μέγεθος, θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο με βοήθεια από τη Δύση. Γι’ αυτό και αποφάσισε να πιέσει για την ένωση των Εκκλησιών, η οποία, όπως ήλπιζε, θα οδηγούσε στη δημιουργία μιας νέας Σταυροφορίας κατά των Οθωμανών.
Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις, ο ΠάπαςΕυγένιος Δ’ κάλεσε τον αυτοκράτορα να φέρει από την Κωνσταντινούπολη στην Ιταλία μια αντιπροσωπεία για τη Σύνοδο των δύο Εκκλησιών.
Ο Ιωάννης, αν και θα προτιμούσε η Σύνοδος να γίνει στην Κωνσταντινούπολη, δέχτηκε να πάνε στην Ιταλία. Έτσι, με χρηματοδότηση του Κοζίμου των Μεδίκων, άρχισαν στις 9 Απριλίου 1438 στη Φεράρα, οι συζητήσεις ανάμεσα στις αντιπροσωπείες του Πάπα Ευγένιου Δ’ και της Ανατολικής Εκκλησίας. Στις αρχές του 1439, οι εργασίες της Συνόδου μεταφέρθηκαν στη Φλωρεντία, όπου, μετά από μακρές και δύσκολες συζητήσεις, υπογράφηκε η ένωση των Εκκλησιών και διαβάστηκαν τα σχετικά έγγραφα στον καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας, λατινικά με τον καρδινάλιο Τσεζαρίνι και ελληνικά από τον αρχιεπίσκοπο Νικαίας Βησσαρίωνα.
Το 1448, πέθανε ο Ιωάννης Η’ και στο βυζαντινό θρόνο τον διαδέχτηκε ο αδελφός του, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, 45 ετών, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν στον Μυστρά.
Λίγο πριν το πάρσιμο της Πόλης από το σουλτάνο Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή στο Βυζάντιο υπήρχε μεγάλο μίσος ανάμεσα στους ενωτικούς και τους ανθενωτικούς.
Οι μεν ενωτικοί με το βασιλιά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο κυρίως από ανάγκη, καθώς έβλεπαν το μεγάλο κίνδυνο από τους Τούρκους, ήθελαν την ένωση με τη Δυτική εκκλησία (με τον πάπα) ή δε ανθενωτικοί, με πολιτικό αρχηγό το Δούκα Νοταρά και θρησκευτικό τον Γεννάδιο Σχολάριο (αμέσως μετά την άλωση ο σουλτάνος τον έκανε πατριάρχη) δεν ήθελαν καν ν’ ακούσουν για ένωση των εκκλησιών.
Το μίσος ήταν μεγάλο σε βαθμό που οι ανθενωτικοί, που τους ακολουθούσε η πλειοψηφία του λαού ένεκα του μίσους που έτρεφε κατά των δυτικών λόγω και των σταυροφοριών, έλεγαν: «Κρειττότερον βασιλεύσαι εν μέση Πόλει φακιόλιον Τούρκων παρά καλύπτρα λατινικήν»!
Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος βλέποντας το μεγάλο κίνδυνο, και προκειμένου να κολακευτεί ο Πάπας που είχε στείλει μια μικρή βοήθεια με 200 πολεμιστές, διέταξε να γίνει στην Αγιά Σοφιά στις 12 Δεκέμβρη του 1452 η ενωτική λειτουργία στην οποία μνημονεύτηκε ο Πάπας.
Μικρή βοήθεια επίσης από τους δυτικούς είχαν στείλει και οι Βενετσιάνοι (5 γαλέρες= πολεμικά πλοία), όπως και οι Γενοβέζοι που από τη Χίο έστειλαν 700 στρατιώτες με επικεφαλής τον ικανό αξιωματικό Ιουστινιάνη.
Η επίσημη αυτή πράξη του Παλαιολόγου όσο κι αν επιβαλλόταν από πολιτική ανάγκη έριξε λάδι στη φωτιά κι ο αγώνας μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών άρχισε τώρα με μεγαλύτερη λύσσα! Οι καλόγεροι μάλιστα με επικεφαλής το Γεννάδιο ήθελαν ν’ ανοίξουν οι πόρτες των κάστρων για να αληθέψουν οι προφητείες μιαν…ώρα αρχύτερα. Γι αυτό φώναζαν: «Ανοίξατε τις πόρτες του Κάστρου, αντί να περιμένετε να τις καταστρέψει ο άπιστος (= Τούρκος), αφήστε αυτόν να μπει μέσα και να περάσει στη μέση της Πόλης. Τότες άγγελος εξολοθρευτής θα σας σώσει…»!
Η πολιορκία της Πόλης όλο και γινόταν και πιο στενή, κάθε μέρα που περνούσε ήταν για τον Παλαιολόγο αληθινή τραγωδία. Η βοήθεια του Πάπα, στην οποία πίστευε, δεν ερχόταν. Τα τρόφιμα σώνονταν και οι ανθενωτικοί ξεσηκώνονταν και έκαναν ταραχές.
Παραμονές της μεγάλης επίθεσης…. Παραμονές της μεγάλης επίθεσης έγιναν διαπραγματεύσεις ανάμεσα στο Σουλτάνο και τον Παλαιολόγο για συνθηκολόγηση και παράδοση της Πόλης. Οι ιστορικοί της εποχής είτε ανοιχτά είτε συγκαλυμμένα μιλούν γι αυτό. Φαίνεται ότι, σημειώνει ο Κορδάτος, στις παραμονές της μεγάλης επίθεσης έγιναν τέτοιες προτάσεις όχι από το Σουλτάνο αλλά από τον Παλαιολόγο. Οι ανθενωτικοί τις ημέρες εκείνες όχι μόνο έφευγαν και παραδίνονταν στους Τούρκους, μα και μέσα στην Πόλη στενοχωρούσαν τον αυτοκράτορα ή να παραδοθεί ή να φύγει. Ενδεικτικό της έντασης μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών είναι το παρακάτω γεγονός: Ο Ιουστινιάνης (είχε οριστεί φρούραρχος της Πόλης) βλέποντας ότι από την πύλη του Ρωμανού είχε χαλάσει το κάστρο ζήτησε από το Νοταρά να του στείλει κανόνια για να ενισχύσει την άμυνα. Ο Νοταράς όμως αρνήθηκε με πείσμα. Τότε κατά τους χρονικογράφους ο Ιουστινιάνης δε βάσταξε και είπε στο Νοταρά: «ε, προδότη, δεν ξέρω τι με κρατεί να σε σφάξω μ’ αυτό το μαχαίρι»!
Ο φρούραρχος της Πόλης, ο γενοβέζος Ιουστινιάνης, που, η παλικαριά του ήταν ακουστή και που ίσαμε τότες έδειξε αφοσίωση στον αυτοκράτορα, το πρωί της τελευταίας τούρκικης επίθεσης έφυγε. Είναι αλήθεια, πως οι περισσότεροι χρονογράφοι, λένε πως πληγώθηκε …Δύο πράγματα μπορούμε να υποθέσουμε. Ή ο Ιουστινιάνης βρήκε αφορμή την πληγή κι έφυγε, ξέροντας πως κάθε αντίσταση ήταν μάταιη, ή, οι ίδιοι οι ανθενωτικοί (με τη στάση τους) τον ανάγκασαν να φύγει.
Η Κερκόπορτα…
Ας έρθουμε τώρα σ’ ένα άλλο γεγονός. Ο χρονογράφος Δούκας λέει πως το πρωί στις 29 του Μάη, άμα άρχισε η μάχη και καιγόταν ο τόπος από τις κανονιές, μια πύλη του κάστρου που την έλεγαν Κερκόπορτα κι ήταν στο βορεινό μέρος, βρέθηκε ανοιχτή.
Από την πόρτα αυτή μπήκαν στην αρχή καμιά πενηνταριά Τούρκοι κι ύστερα και άλλοι κι άρχισαν να χτυπούν τους υπερασπιστές από μέσα και αναγκάζονταν ολοένα να υποχωρούν…
Όταν μαθεύτηκε η είδηση της συνθηκολόγησης ήταν φυσικό να δημιουργηθεί μεγάλη σύγχυση. Οι ενωτικοί μαζεύτηκαν προς το μέρος της Αγιά Σοφιάς και της πύλης του Ρωμανού για να φύγουν. Οι ανθενωτικοί όμως έμειναν στα σπίτια τους και έβαλαν τα συμφωνημένα σημάδια στις πόρτες και έπεσαν να κοιμηθούν ήσυχοι, όπως μας πληροφορεί ο Δούκας!
Όταν όμως το πρωί στις 29 του Μάη διαδόθηκε πως ο Παλαιολόγος αρνήθηκε να δεχτεί τους νέους επαχθείς όρους του Μωάμεθ, αυτοί (οι ανθενωτικοί) πήγαν και άνοιξαν την Κερκόπορτα, ή, κατά τον Κριτόβουλο, την πυλίδα Ιουστίνου, για να μπουν οι Τούρκοι. […]
Η τύχη των αρχηγών των ανθενωτικών Νοταρά και Γεννάδιου Σχολάριου μετά την άλωση της Πόλης…
Ο μεγάλος δούκας ο Νοταράς, ο αρχηγός των ανθενωτικών, βρέθηκε «σώος και αβλαβής». Το ίδιο και ο Γεννάδιος Σχολάριος βρέθηκε στην Ανδριανούπολη χωρίς να πάθει τίποτα. Κι ακόμα στο σπίτι του Νοταρά ούτε μισός Τούρκος στρατιώτης δεν μπήκε γιατί είχε βάλει ο Μωάμεθ τιμητική φρουρά να το φυλάνε!
Είναι όμως αλήθεια ότι ο Νοταράς δεν πρόφτασε να χαρεί τις τιμές και τις δόξες που του ετοίμαζε ο Μωάμεθ. Σε λίγο, επειδή ο μεγάλος βεζύρης Χαλίλ τον συκοφάντησε, και τον διέβαλε, ο Σουλτάνος τον σκότωσε, μαζί με τα παιδιά του.
Ο άλλος αρχηγός των ανθενωτικών ο Γεννάδιος Σχολάριος, στάθηκε πιο τυχερός. Μόλις μπήκαν οι Τούρκοι μέσα στην πόλη, κάποιος φίλος του Τούρκος πήγε και τον βρήκε και τον πήρε μαζί του στην Ανδριανούπολη.
Ο Μωάμεθ, από τις πρώτες μέρες, «ευθύς μετά την άλωση», γράφει ο Κριτόβουλος, ζήτησε το Γεννάδιο, αλλά δεν τον έβρισκε. Όταν όμως ο Μωάμεθ έμαθε που βρισκόταν ο Γεννάδιος τον κάλεσε κοντά του και επειδή ο πατριαρχικός θρόνος χήρευε και οι κληρικοί παραπονιόνταν, αλλά και για δικούς του πολιτικούς λόγους, τον έκανε Πατριάρχη!!!!
Όπως λένε οι Βυζαντινοί ιστορικοί, ο Μωάμεθ δέχτηκε το Γεννάδιο με μεγάλες τιμές. Ο Φραντζής γράφει πως όχι μόνο τον υποδέχτηκε σαν ηγεμόνα, αλλά του έδωκε «δεκανίκιον»- δείγμα της εξουσίας του- και όταν έφυγε από το παλάτι, τον συνόδεψε ως την πόρτα, «ανεβίβασεν αυτόν εις ίππον ευπρεπισμένον» καο πρόσταξε να τον ακολουθήσει τιμητική φρουρά ως την εκκλησία Αγίων Αποστόλων που ήταν το Πατριαρχείο.
Ο Φραντζής προσθέτει ακόμα πως ο Μωάμεθ, με διατάγματα αναγνώρισε την εκκλησιαστική και δικαστική εξουσία το Πατριάρχη.
Πηγή: Γ. Κορδάτου, Μεγάλη ιστορία της Ελλάδας, Βυζάντιο Β’, εκδ. 20ος αιώνας)