γράφει ο Αντώνης Δελλατόλας
Ήταν, θυμάμαι, αρχές του Γενάρη του 1996 και ο υποψήφιος τότε για την πρωθυπουργία αντίπαλος του κρυόκωλου και απόμακρου Σημίτη ήταν ο λαϊκός, εκλεκτός του Ανδρέα, ζεστός, φιλικός με τους δημοσιογράφους, έξω καρδιά, Άκης Τσοχατζόπουλος.
- «Πάμε να σας κεράσω, να σας πω πώς βλέπω εγώ τα πράγματα για το ΠΑΣΟΚ και τη χώρα», μας είπε.
Μια παρέα δημοσιογράφων, που γνωρίζαμε τον Άκη πολλά χρόνια, βρεθήκαμε μαζί του σε ένα ουζερί στο Χαλάνδρι.
Εγώ, ο Δημήτρης, ο Παναγιώτης, ο Αντώνης, η Ελένη, ο Γιώργος πιάσαμε κουβέντα, με ιστορίες για τον Ανδρέα, τις κόντρες με τον Μητσοτάκη, τα κολλήματα του Σημίτη και την επικείμενη μάχη για το ποιος θα εκλεγόταν πρωθυπουργός σε λίγες μέρες.
- «Και γιατί εσένα, ρε Άκη, ποια είναι η διαφορά σου με τον Σημίτη;» ρώτησε ο Δημήτρης, εμφορούμενος πάντα από μια αμφισβήτηση και καχυποψία.
- «Γιατί εγώ είμαι πιο κοντά στην ελληνική κοινωνία και γνωρίζω πιο καλά τις ανάγκες της. Δεν είμαι της διαπλοκής, όπως κάποιοι άλλοι», απάντησε – απ’ ό,τι θυμάμαι – και προφανώς η μπηχτή αφορούσε τον Σημίτη.
Δεκατέσσερα χρονιά μετά, καλοκαίρι του 2010, περπατάμε με τον συνάδελφο και στενό μου φίλο Νότη Παπαδόπουλο στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, και ένας τύπος που κάθεται σε ένα παγκάκι μάς δείχνει το νεοκλασικό ανάκτορο του Άκη. Έμεινα έκπληκτος. Άλλο να τα διαβάζεις και άλλο να τα βλέπεις!
Σπίτια, γραφεία, μετοχές, χρυσό γάμο στο Παρίσι, διακοπές χλιδάτες, εταιρείες off shore, εκατομμύρια!
Και οι «ανάγκες της κοινωνίας που ήξερε»;
Γιατί όλη αυτή η ξεφτίλα, ρε Άκη;
Τι κατάλαβες τώρα με όλα αυτά;
Και καλά, τον εαυτό σου δεν τον σκέφτηκες – δεν είσαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος –, αλλά όσους σε στήριξαν τότε;
Πάρε να ’χεις, λοιπόν, όχι για τίποτε άλλο, αλλά γι’ αυτόν τον κόσμο.
Μακάρι να ’ρθουν στη θέση που είσαι σήμερα όσοι διάλεξαν τον ίδιο δρόμο με σένα.