Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΕΛΛΑΔΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 7 Απριλίου 2012

΄Ελληνες και Κύπριο φοιτητές από Αγγλία στέλνουν το μήνυμα.Ο Ζορμπάς μένει πάντα όρθιος!



Δείτε το βίντεο

Ο Ζορμπάς δεν είναι το μουσικό τουριστικό κατατεθέν της χώρας.

Μπορεί να χρησιμοποιήθηκε γι΄ αυτό το σκοπό και να έγινε μια μουσική που ακόμη και...οι Εσκιμώοι μόλις ακούνε τις πρώτες νότες λένε "Ελλάδα".

Σε μας τους Έλληνες όσα χρόνια κι αν περάσουν ,όσες χιλιάδες φορές κι αν τ΄ακούσουμε είναι τονωτική ψυχολογική ένεση.

Μια δόση από αυτό το "τονωτικό" έστειλαν Έλληνες και Κύπριοι φοιτητές από το Μπέρμπιγχαμ της Αγγλίας.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΒΙΝΤΕΟ


Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Νίτσε: Να, γιατί μισούν τους Έλληνες!



330594-axilleas1Από το βιβλίο «Γένεση της Τραγωδίας»:

«Αποδεδειγμένα σε κάθε περίοδο της εξέλιξής του ο δυτικοευρωπαϊκός πολιτισμός προσπάθησε να απελευθερώσει τον εαυτό του από τους Έλληνες. 
Η προσπάθεια αυτή είναι διαποτισμένη με βαθύτατη δυσαρέσκεια, διότι ο,τιδήποτε κι αν (οι δυτικοευρωπαίοι) δημιουργούσαν, φαινομενικά πρωτότυπο και άξιο θαυμασμού, έχανε χρώμα και ζωή στη σύγκρισή του με το ελληνικό μοντέλο, συρρικνωνότανε, κατέληγε να μοιάζει με φθηνό αντίγραφο, με καρικατούρα.
Έτσι ξανά και ξανά μια οργή ποτισμένη με μίσος ξεσπάει εναντίον των Ελλήνων, εναντίον αυτού του μικρού και αλαζονικού έθνους, που είχε το νεύρο να ονομάσει βαρβαρικά (για κάθε εποχή) ότι δεν είχε δημιουργηθεί στο έδαφός του. (…)...

Κανένας από τους επανεμφανιζόμενους εχθρούς τους δεν είχε την τύχη να ανακαλύψει το κώνειο, με το οποίο θα μπορούσαμε μια για πάντα να απαλλαγούμε απ’ αυτούς. 
Όλα τα δηλητήρια του φθόνου, της ύβρεως, του μίσους έχουν αποδειχθεί ανεπαρκή να διαταράξουν την υπέροχη ομορφιά τους.
Έτσι, οι άνθρωποι συνεχίζουν να νιώθουν ντροπή και φόβο απέναντι στους Έλληνες. 
Βέβαια, πού και πού, κάποιος εμφανίζεται που αναγνωρίζει ακέραιη την αλήθεια, την αλήθεια που διδάσκει ότι οι Έλληνες είναι οι ηνίοχοι κάθε επερχόμενου πολιτισμού και σχεδόν πάντα τόσο τα άρματα όσο και τα άλογα των επερχόμενων πολιτισμών είναι πολύ χαμηλής ποιότητας σε σχέση με τους ηνίοχους (Έλληνες), οι οποίοι τελικά αθλούνται οδηγώντας το άρμα στην άβυσσο, την οποία αυτοί ξεπερνούν με αχίλλειο πήδημα»!

Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Το φάντασμα της δεκαετίας του 1930 στοιχειώνει την ευρωπαϊκή περιφέρεια....



Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από τότε που ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και ο Ιταλός ομόλογός του Μάριο Μόντι μιλούσαν για την … άνοιξη που έρχεται. Προφανώς όχι, δεν έλεγαν για την άνοδο της θερμοκρασίας μετά από έναν όντως άγριο χειμώνα, αλλά για την Ευρωζώνη που κατά τον Σαρκοζί «είχε γυρίσει σελίδα» και κατά τον Μόντι «είχε τα χειρότερα πίσω της». Να όμως που η άνοδος των σπρεντ των ισπανικών και...
από χτες και των ιταλικών ομολόγων τους διαψεύδει. Ενώ αντίθετα δικαιώνει τον Ρίτσαρντ Κου, επικεφαλής οικονομολόγο της Νομούρα, που πριν λίγες μέρες στο Οικονομικό Φόρουμ του Αμπροσέτι, προκάλεσε τη χλεύη των Ευρωπαίων συναδέλφών του με τις αιρετικές θέσεις του.
Η Ρίτσαρντ Κου υποστήριξε ότι οι ηγέτες της Ευρώπης έχουν κάνει λάθος σε ό,τι αφορά τα αίτια της οικονομικής κρίσης και γι’ αυτό το λόγο οι δύσκολες μέρες θα επιστρέψουν. 
Σε μια συγκυρία κατάρρευσης της ζήτησης του ιδιωτικού τομέα σε πολλά κράτη μέλη, η εμμονή της Ευρωζώνης με τη μείωση των δημοσίων δαπανών θα πετύχει μόνο την επιδείνωση των προβλημάτων της, επισήμανε. Και το δημοσιονομικό σύμφωνο είναι πιο πιθανόν να σκοτώσει τον ασθενή παρά να τον θεραπεύσει. 
Για πολλά χρόνια ο Ρίτσαρντ Κου υπερασπίζονταν με ευγλωττία την ευρέως αντιδημοφιλή άποψη ότι η Ιαπωνία εφάρμοσε σωστές πολιτικές για να αντιμετωπίσει το σκάσιμο της φούσκας στην οικονομία της. Είναι αλήθεια, έλεγε, ότι η Ιαπωνία δεν είχε σημαντική ανάπτυξη τα τελευταία 20 χρόνια αλλά τουλάχιστον απέφυγε τα χειρότερα: δεν πέρασε ποτέ μια ύφεση σαν και αυτή της δεκαετίας του 1930 που, κατά τον Κου, απειλεί σήμερα τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας. 
Σε συνέντευξή του προς τον Τζον Θόρνχιλ των Financial Times, που δόθηκε την περασμένη βδομάδα στο περιθώριο του Οικονομικού Φόρουμ του Αμπροσέτι στην Ιταλία, ο Ρ. Κου περιέγραψε τη θεωρία του για τις ‘υφέσεις του ισολογισμού’ που έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με την σημερινή ορθοδοξία της Ευρωζώνης. 
Όταν χώρες σαν την Ιαπωνία αντιμετωπίζουν μια κάμψη στις τιμές των ενεργητικών, τότε οι τραυματισμένες εταιρείες του ιδιωτικού τομέα, οι τράπεζες και τα νοικοκυριά κάνουν ό,τι μπορούν προκειμένου να απομοχλεύσουν τους ισολογισμούς τους και να αποπληρώσουν το χρέος τους – ακόμα κι όταν τα επιτόκια βρίσκονται κοντά στο μηδέν. Σε αυτές τις περιστάσεις τα κράτη δεν έχουν άλλη εναλλακτική λύση από το να αυξήσουν τις δημόσιες δαπάνες προκειμένου να αποτρέψουν την κατάρρευση της ζήτησης. 
«Το βασικό σημείο είναι πως όταν ο ιδιωτικός τομέας μειώνει το δανεισμό του, το τελευταίο που θέλεις από το κράτος είναι να μειώσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού», λέει ο Ρ. Κου. «Αν οι κεντρικές τράπεζες μειώσουν τα επιτόκια κοντά στο μηδέν και τίποτα δεν συμβεί, δεν είμαστε στον κανονικό κόσμο». 
Κατά τον Ρίτσαρντ Κου, όταν το 1997 η Ιαπωνία άκουσε τις συμβουλές των εξωτερικών εμπειρογνωμόνων, μεταξύ αυτών και των στελεχών του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, και εφάρμοσε πολιτικές δημοσιονομικής σταθεροποίησης, κύλησε σε μια καταστροφική ύφεση. 
«Η κυβέρνηση μείωσε τις δαπάνες και είχαμε 5 συνεχόμενα τρίμηνα αρνητικής ανάπτυξης και στη συνέχεια Ιαπωνία χρειάστηκε 10 χρόνια για να ανακάμψει», λέει. 
Ορισμένοι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που συμμετείχαν στο Φόρουμ του Αμπροσέτι δυσκολεύτηκαν να κρύψουν την χλεύη τους ακούγοντας την παρουσίαση του Ρ. Κου. Υποστήριξαν ότι είναι αυταπάτη να πιστεύεις ότι μπορείς να επιλέξεις ανάμεσα στη λιτότητα και την ανάπτυξη. Η λιτότητα είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση για να ξανακερδίσεις την εμπιστοσύνη των αγορών και να έχεις οικονομική ανάπτυξη. 
Επιπλέον η περαιτέρω συσσώρευση δημόσιου χρέους για να λύσεις ένα πρόβλημα υπερχρέωσης θα ήταν αντιπαραγωγική. Οι χρηματοπιστωτικές αγορές δεν θα ανέρχονταν μια περαιτέρω μεγέθυνση των δημοσίων ελλειμμάτων της Ισπανίας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ιταλίας. 
Ο Ρ. Κου αναγνώρισε ότι τα 17 κράτη-μέλη της Ευρωζώνης συγκροτούν ένα πολύ πιο πολύπλοκο σύμπλεγμα από την Ιαπωνία, καθώς οι οικονομίες τους κινούνται με διαφορετικές ταχύτητες και σε διαφορετικές διευθύνσεις και ορισμένες εξ αυτών, ιδίως της Ελλάδας, αντιμετωπίζουν τις δικές τους ιδιαίτερες προκλήσεις. Αλλά παράλληλα υποστήριξε ότι το νέο δημοσιονομικό σύμφωνο της Ευρωζώνης, που επιβάλλει μια συγχρονισμένη λιτότητα ακόμα και στα πιο υγιή μέλη της, όπως για παράδειγμα την Ολλανδία, διακινδυνεύει να επαναλάβει τα λάθη που έγιναν στην Ιαπωνία πριν 15 χρόνια. Επιπλέον ο επικεφαλής οικονομολόγος της Νομούρα απορρίπτει την ιδέα πως ο αυξημένος δημόσιος δανεισμός φοβίζει υποχρεωτικά τις αγορές: η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ και η Βρετανία ασκούν πολύ πιο χαλαρές νομισματικές πολιτικές από την Ευρώπη και όμως έχουν ακόμη πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού. 
Αν τα κράτη της Ευρωζώνης περιόριζαν τις πωλήσεις των κρατικών ομολόγων τους στους ίδιους τους πολίτες τους – όπως είχε προτείνει ο Βασίλης Βιλιάρδος εδώ στο Sofokleous10 να κάνει το ελληνικό δημόσιο από την αρχή, πριν ακόμη από το πρώτο μνημόνιο – επισημαίνει, θα περιόριζαν τους κινδύνους μιας καταστροφικής φυγής κεφαλαίων μέσα στην Ευρωζώνη. 
Η ανάλυση του Ρίτσαρντ Κου διαθέτει αρκετούς υποστηρικτές. Ένας εξ αυτών είναι ο Νούριελ Ρουμπίνι, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, ο οποίος λέει ότι αν και η δημοσιονομική λιτότητα μπορεί να είναι κατάλληλη για ορισμένα κράτη της Ευρωζώνης, δεν θα πρέπει να υιοθετείται από όλα και ιδιαίτερα όχι από την Ιρλανδία και την Ισπανία, που έχουν δει τον ιδιωτικό τους τομέα να βουλιάζει όπως είχε γίνει και στην Ιαπωνία τη δεκαετία του 90. 
«Μια σωστά σχεδιασμένη πολιτική για την Ευρωζώνη θα περιλάμβανε τεράστιες ενέσεις ρευστότητας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, υποτίμηση του ευρώ προκειμένου να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής περιφέρειας και δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της οικονομίας στον πυρήνα και όπου η απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα αποτελεί πρόβλημα». Από τη στιγμή που λείπει ένα τέτοιο μείγμα πολιτικής, επισημαίνει, ο Ρουμπίνι, «η Ευρώπη μπορεί να πάει πολύ χειρότερα από την Ιαπωνία». 
«Η Ιαπωνία βίωσε μια μεγάλη κάμψη της οικονομίας και στη συνέχεια μια παρατεταμένη στασιμότητα αλλά ποτέ δεν γνώρισε μια πραγματικά μεγάλη ύφεση», καταλήγει. «Όμως η σημερινή ύφεση σε κάποια κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας μπορεί να γίνει πραγματικά Μεγάλη Ύφεση όπως εκείνη της δεκαετίας του 1930.



Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Αλλάζει ο νόμος για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα



Image
Σειρά αλλαγών φέρνει το σχέδιο νόμου που ο υπουργός Απασχόλησης Γ. Κουτρουμάνης κατέθεσε αργά το βράδυ της Δευτέρας στη Βουλή. Αλλαγές που αφορούν πλέον και στο νόμο Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα και τη λειτουργία της ασφαλιστικής αγοράς.
Πιο συγκεκριμένα και φυσικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα με προσωπική ιδιωτική εργασία εντάσσονται πλέον στον ν. 3869/2010 με αποτέλεσμα να διασφαλίζονται έναντι των τραπεζών, καθώς σε αυτά δεν επιτρέπεται να πτωχεύσουν. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται διοικητική ρύθμιση των χρεών τους σε μια ενέργεια που επιβλήθηκε, βάσει του αιτιολογικού του νέου σχεδίου νόμου, από τη διαπιστωμένη απροθυμία συνεργασίας των τραπεζών σε αυτό το σημείο.
Στο παραπάνω πλαίσιο, ως προαιρετική πλέον ορίζεται η επιδίωξη εξωδικαστικής ρύθμισης των χρεών των οφειλετών πριν την κατάθεση της αίτησης για ρύθμιση.
Επιπλέον από τα 4 χρόνια η περίοδος ρύθμισης των χρεών παρατείνεται μεν στα 5 χρόνια, όμως ο χρόνος αρχίζει να μετρά από την περίοδο κατάθεσης της αίτησης κι όχι από το χρονικό σημείο έκδοσης της απόφασης. Με τον τρόπο αυτό τερματίζεται η μακρόχρονη διαδικασία αναμονής για τους οφειλέτες.
Ακόμη, δίνεται η δυνατότητα στο δικαστήριο να ρυθμίσει την οφειλή για εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της κύριας κατοικίας κατά είκοσι έως τριάντα πέντε χρόνια.
Τέλος, το ποσό ανά ατομικό τραπεζικό λογαριασμό που δεν μπορεί να κατασχεθεί φθάνει πλέον στα 1.500 ευρώ ενώ σε κοινό λογαριασμό τα 2.000 ευρώ.






Τμήμα ειδήσεων defencenet.gr

Τρίτη 20 Μαρτίου 2012

Το «μαύρο κουτί» της μεγάλης κρίσης στη Γουόλ Στριτ...



Βέβαιη θεωρούσαν στελέχη της Stratfor την κατάρρευση της Lehman Brothers τον Σεπτέμβριο του 2008. Τόσο η αμερικανική κυβέρνηση όσο και ισχυροί παράγοντες της αγοράς συμφώνησαν να αφήσουν την τράπεζα να καταρρεύσει, όπως προκύπτει από αποκλειστική πληροφόρηση που είχε η εταιρεία για σύσκεψη η οποία πραγματοποιήθηκε την ημέρα που η Lehman κατέρρευσε (15 Σεπτεμβρίου) και στην οποία μετείχαν, όχι μόνο ο...
αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τίμοθι Γκάιτνερ, αλλά και ο διαβόητος διαχειριστής hedge fund Τζον Πόλσον.

Οπως προκύπτει από ηλεκτρονικό μήνυμα της Stratfor που αποκτήθηκε από το Wikileaks, στις 11 Σεπτεμβρίου του 2008, ο αρμόδιος ερευνητής ενημερώνει τους υπόλοιπους στην εταιρεία για τη φημολογία που καλλιεργείται στη Γουόλ Στριτ σχετικά με τη Lehman. Στο μήνυμά του, το οποίο έχει τον τίτλο «Η Lehman έτοιμη να φάει χώμα», σημειώνει ότι υπάρχει συζήτηση για τον διαχωρισμό της τράπεζας σε «καλή», η οποία θα διατηρεί τα στοιχεία που μπορούν να πωληθούν, και σε «κακή», η οποία θα διατηρεί «τη σακούλα με τα άχρηστα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού ρίσκου (subprimes) και άλλα επισφαλή παράγωγα».
Τα βασικότερα ερωτήματα στο εξής είναι τρία, σύμφωνα με τον αναλυτή. Το πρώτο, αν η έκρηξη της Lehman θα προκαλέσει ακόμη ένα κύμα ισοδύναμων κινδύνων σε άλλες τράπεζες που κρατούν το άλλο μέρος των συμβολαίων παραγώγων. Το δεύτερο, αν η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) θα κάνει κίνηση και θα χρηματοδοτήσει τη δημιουργία μιας «κακής» τράπεζας, όπως είχε κάνει με την JP Morgan για να αγοράσει την Bear Stearns. Και το τρίτο, τι γίνεται με τους συμβαλλομένους της «κακής» τράπεζας, όταν αυτή καταρρεύσει... Στο ίδιο μήνυμα ο αναλυτής αναφέρει πως «μυρίζεται» ότι κάποια συμφωνία θα επιτευχθεί εντός του Σαββατοκύριακου. «Παρακολουθήστε την κατάρρευση μέσα στο Σαββατοκύριακο, με ένα πανικόβλητο κύμα φυγής επενδυτών σε άλλους χρηματοπιστωτικούς οίκους». Δεν παραλείπει να σημειώσει ότι κι άλλες τράπεζες βρίσκονται σε δύσκολη θέση. «Η Citigroup περιγράφεται από τους έχοντες εσωτερική πληροφόρηση ως "ζωντανός νεκρός", ενώ και η Washington Mutual είναι τελειωμένη» (σ.σ.: η δεύτερη κατέρρευσε δέκα μέρες μετά τη Lehman, στις 25 Σεπτεμβρίου του 2008).
Λίγες μέρες αργότερα, στις 15 Σεπτεμβρίου, όταν η είδηση της κατάρρευσης της Lehman έχει κάνει τον γύρο του κόσμου, όπως προκύπτει από άλλο ηλεκτρονικό μήνυμα της Stratfor, υπάρχει πληροφοριοδότης της υπηρεσίας που την ίδια μέρα ήταν παρών στη σύσκεψη υψηλόβαθμων αξιωματούχων που πραγματοποιήθηκε στο κτίριο της Fed στο Μανχάταν. Το μήνυμα, μάλιστα, τιτλοφορείται χαρακτηριστικά: «Η Γουόλ Στριτ βουτηγμένη στα σκ...ά» («Wall St. firms in deep shit»). Η πηγή έχει δώσει και τη σχετική λίστα με τους συμμετέχοντες: ο Τζον Πόλσον (ο γνωστός διαχειριστής hedge fund), ο Τίμοθι Γκάιτνερ, ο πρόεδρος της Fed της Ν. Υόρκης, ο Κρίστοφερ Κοξ, ο πρόεδρος της αμερικανικής Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς (SEC), και μια σειρά από υψηλόβαθμα στελέχη χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων όπως των JP Morgan Chase & Co., Morgan Stanley, Goldman Sachs, Merrill Lynch. Οπως αναφέρεται, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπάθησαν να μεσολαβήσουν για εξαγορά της Lehman, αλλά «δεν θα στήριζαν τη συμφωνία, όπως είχαν κάνει με την Bear (σ.σ.: Bear Stearns). Κανένας δεν μασούσε». Η πηγή μάλιστα πρόσθεσε ότι το υπουργείο Οικονομικών και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) πίεζαν κάποιον να αγοράσει τη Merrill Lynch.
Ο ιδρυτής της Stratfor, Τζορτζ Φρίντμαν, ρωτά να μάθει αν υπάρχει πηγή για τη Merrill. Ο αναλυτής τού απαντά πως και η Lehman και η Merrill θα κηρύξουν πτώχευση αν δεν εξαγοραστούν ή δεν διασωθούν. Στη συνέχεια, σημειώνει σε άλλο μήνυμα πως οι αγορές έχουν ήδη προεξοφλήσει την κατάρρευση της Lehman. Το αφεντικό της εταιρείας, μάλιστα, ο Φρεντ Μπέρτον, ρωτά σε μήνυμά του την ίδια μέρα: «Πώς μπορώ προσωπικά να βγάλω χρήματα και να γ...ω όλους τους άλλους, είναι αυτό που σκέφτεται ο κάθε λογικός συνδρομητής της Stratfor».
Τον Μάρτιο του 2010 κι ενώ με αφορμή το ελληνικό ζήτημα η Ευρώπη μιλά για συντονισμένη επίθεση κερδοσκόπων στο ευρώ και κατηγορεί τα hedge-funds ζητώντας να διερευνηθεί το ζήτημα από τις αμερικανικές Αρχές, σε ηλεκτρονικό μήνυμα αναλυτής της Stratfor γράφει ειρωνικά ότι οι Ευρωπαίοι ξέρουν το παιχνίδι κι ότι είναι εύκολο να τα φορτώνουν όλα στους Αμερικανούς. Οπως σημειώνει σε άλλο σημείο, «το να στοιχηματίζεις στην αγορά είναι ένα πράγμα, αλλά το να συνεργάζεσαι ενεργά για να το κάνεις είναι σίγουρα παράνομο». «Οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης λένε στην ουσία πως οτιδήποτε αμφισβητεί την ακεραιότητα του νομίσματός τους είναι παράνομο. Γι' αυτό εκφοβίζουν και απειλούν. Η κυβέρνηση θα τους εκφοβίσει με όποιον τρόπο μπορεί και τα hedge-funds είναι ο εύκολος στόχος, πιο πολύ κι από τους κερδοσκόπους, γιατί όλοι ξέρουν ότι προκάλεσαν την οικονομική κρίση, έτσι δεν είναι;», απαντά άλλος αναλυτής.
Τα ηλεκτρονικά μηνύματα (με αύξοντα αριθμό 1154178,1147341,1151645,1147293,1247981 και 1112696) βρίσκονται στην πρωτότυπη μορφή τους στη διεύθυνση www.wikileaks.org/gifiles

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2012

ΠΩΣ Η ΕΛΛΑΔΑ «ΚΑΙΕΙ» ΤΑ ΧΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ



greeceburningdollarsΣτην Ελλάδα σήμερα καίγονται χρήματα, οργιάζει η ανεργία, βυθίζεται στα χρέη το δημόσιο και καταδικάζονται χιλιάδες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία – γεγονός που σημαίνει ότι, βιώνουμε μία δεύτερη αποικιοκρατική εποχή, με θύμα την εθνική μας κυριαρχία
Η υπερβολικά υψηλή ανεργία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ύφεσης – της αδυναμίας ανάπτυξης δηλαδή ενός κράτους. Μόνιμη ή προσωρινή, επιδεινούμενη ή όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανεργία αποτελούσε πάντοτε μάστιγα – ενώ η δυνατότητα εξάλειψης της ήταν ανέκαθεν μέρος των ισχυρισμών περί της (δήθεν) ανωτερότητας τουκομμουνιστικού καθεστώτος. (J.Schumpeter).
Ο κοινωνικός καπιταλισμός, η μικτή οικονομία καλύτερα, (στην οποία οι κοινωφελείς, οι στρατηγικές και οι κερδοφόρες μονοπωλιακές επιχειρήσεις ανήκουν στο κράτος, ενώ όλες οι υπόλοιπες στους ιδιώτες), σε συνθήκες ήρεμης ανάπτυξης και σε «περιβάλλον»άμεσης δημοκρατίας, όπου οι Πολίτες συμμετέχουν μέσω δημοψηφισμάτων τόσο στις αποφάσεις, όσο και στον έλεγχο του κράτους, μπορεί να εγγυηθεί την καταπολέμηση της ανεργίας – όπως επίσης τη δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και την ελευθερία.
Αντίθετα το άκρο αντίθετο του κομμουνισμού, ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να ανήκουν στους ιδιώτες (με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε τεράστιες γραφειοκρατικές οργανώσεις «μονοπωλιακής μορφής» εις βάρος της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής πρωτοβουλίας), δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα - πόσο μάλλον όταν επιβάλει μια πολιτική λιτότητας στις εισοδηματικά ασθενέστερες τάξεις, σε συνθήκες ύφεσης, η οποία συνήθως εκβάλλει σε μεγάλες αναταραχές, σε κοινωνικές εξεγέρσεις, στην αύξηση της εγκληματικότητας, στην αναβίωση δικτατορικών καθεστώτων κλπ.
Ανάλυση
Έχοντας την άποψη ότι, οφείλουμε να αφήσουμε για πάντα πίσω μας το παρελθόν, σχεδιάζοντας με «αισιόδοξη προσοχή» πλέον το μέλλον, καθώς επίσης γνωρίζοντας πως η γνώση είναι δύναμη, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στην ανάπτυξη – αφού, χωρίς ανάπτυξη, είναι αδύνατον να ξεφύγουμε τόσο από τη μάστιγα της ανεργίας, όσο και από τηνπαγίδα του χρέους, στην οποία πιθανότατα οδηγηθήκαμε σκόπιμα (άρθρο μας).
Άλλωστε όλες οι προηγούμενες δυνατότητες και επιλογές μας, οι οποίες ήταν πάρα πολλές, έχουν πλέον σε μεγάλο βαθμό «αναιρεθεί» από τα γεγονότα. Μεταξύ αυτών, η τυχόν επιστροφή μας στο εθνικό νόμισμα αφού, με κριτήριο το νέο μνημόνιο και την καινούργια δανειακή σύμβαση (αμφότερα καταστροφικά, εάν όχι εγκληματικά και προδοτικά), δεν θα μπορούσαμε πια να μετατρέψουμε το δημόσιο χρέος σε δραχμές – με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη τόσο η βιωσιμότητα, όσο και η διαχείριση του (αν και ποτέ δεν είμαστε υπέρ της εξόδου της χώρας μας από την Ευρωζώνη – την οποία δεν είναι λογικό να καταδικάζουμε επειδή μία και μόνο χώρα, η πρωσική Γερμανία δηλαδή, δεν συμπεριφέρεται ως οφείλει).    
Παράλληλα βέβαια έχει χαθεί και η δυνατότητα σωστής εφαρμογής του σεναρίου του δολαρίου ή του ελβετικού φράγκου (του ρωσικού ρουβλίου ίσως όχι ακόμη) – πάντοτε φυσικά υπό την προϋπόθεση της μη αθέτησης της πληρωμής των οφειλών εκ μέρους του κράτους. Ακόμη και η Ισλανδία, η οποία καταπολέμησε με επιτυχία την κρίση χρέους, εξετάζει τη σύνδεση του νομίσματος της με κάποιο άλλο – με το καναδικό δολάριο στην προκειμένη περίπτωση. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, σαν αποτέλεσμα της υποτίμησης της κορώνας με το ξέσπασμα της κρίσης, το δημόσιο χρέος τηςΙσλανδίας αυξήθηκε, σε όρους δολαρίου, από το περίπου 50% του ΑΕΠ στο 130% - σε χρόνο μηδέν. 
Περαιτέρω οι τράπεζες μας, από τις υγιέστερες της Ευρώπης κάποτε, αντιμετωπίζουν επίσης μεγάλα προβλήματα – από τα οποία πολύ δύσκολα θα ξεφύγουν, εάν δεν επιστρέψει η Ελλάδα άμεσα στην ανάπτυξη. Για παράδειγμα πρόσφατα, μόλις στις 22 Φεβρουαρίου, η Alpha Bank έλαβε εγγύηση εκ μέρους του κράτους, για τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της με ένα ομόλογο ύψους 2 δις € - το οποίο λήγει στις 22 Μαΐου! Δύο ημέρες αργότερα, η Εθνική τράπεζα δανείσθηκε 3 δις €, επίσης με την εγγύηση του δημοσίου - ενώ η Πειραιώς 2,087 δις € στις 5 Μαρτίου.       
Τέλος, έχει επίσης χαθεί η δυνατότητα της εσωτερικής χρηματοδότησης, μέσω της έκδοσης εθνικών ομολόγων – έτσι όπως την είχαμε παρουσιάσει το Οκτώβριο του 2009, αλλά και πρόσφατα (άρθρο μας). Η διαδικασία της ανταλλαγής ομολόγων, ιδιαίτερα η καταναγκαστική διαγραφή των απαιτήσεων των μικροεπενδυτών, οι οποίοι είχαν εμπιστευθεί το Ελληνικό Δημόσιο, τοποθετώντας στα ομόλογα του τις όποιες αποταμιεύσεις τους, έχει πλέον «κάψει» τη συγκεκριμένη δυνατότητα, για πάρα πολλά χρόνια – επίσης την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, την αξιοπιστία της, την εικόνα της στο εξωτερικό (τουρισμός) και τόσα πολλά άλλα, για τα οποία θα έπρεπε κάποτε να τιμωρηθούν παραδειγματικά όλοι οι υπεύθυνοι (άρθρο μας).
Αν σκεφθεί κανείς δε ότι δεν κερδίσαμε απολύτως τίποτα (από τα 107 δις € της διαγραφής, πάνω από τα 50 δις € ήταν δικά μας, ενώ τα υπόλοιπα θα διατεθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – 48 δις € - καθώς επίσης των ασφαλιστικών ταμείων, οπότε θα αυξήσουν ξανά το δημόσιο χρέος), τότε θα καταλάβει καλύτερα το μέγεθος της «εσχάτης προδοσίας»απέναντι στην πατρίδα μας.     
Ενδεχομένως βέβαια, αυτά που ακόμη δεν έχουν χαθεί είναι τα νέα γεωπολιτικά μας πλεονεκτήματα – τα οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς (Ι. Μάζης), είναι πάρα πολλά, για πρώτη φορά στην Ιστορία μας. Εν τούτοις, ο τομέας αυτός δεν ανήκει στο δικό μας γνωστικό πεδίο, οπότε θα ήταν ανόητο να προσπαθήσουμε να τα αναλύσουμε. Πάντως, με κριτήριο το ότι οι πολύ μεγάλες οικονομικές κρίσεις καταλήγουν σε σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις, δεν θα μας έκανε καθόλου εντύπωση, μεταξύ άλλων, η τυχόν υιοθέτηση κοινών «θρησκευτικών νομισμάτων» - όπως για τις ισλαμικές χώρες, για τις ορθόδοξες κλπ.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΕ
Είναι γνωστό ότι η λιτότητα χωρίς ανάπτυξη είναι πολύ πιο καταστροφική, από την ανάπτυξη χωρίς λιτότητα – ιδιαίτερα επειδή «καίγονται» χρήματα (πιστωτική συρρίκνωση), προκαλείται τεράστια ανεργία, περιορίζεται σε επικίνδυνο βαθμό η ιδιωτική κατανάλωση και καταδικάζεται στη χρεοκοπία η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στα πλαίσια αυτά, η πολιτική της ΕΕ, η οποία θεωρούσε για πάρα πολλά χρόνια ότι, οι ενσωματωμένες, ελεύθερες  αγορές, σε συνδυασμό με ένα σταθερό, κοινό νόμισμα, θα αποτελούσαν εγγύηση για την ανάπτυξη, αποδείχθηκε εντελώς εσφαλμένη.
Η διοίκηση της ΕΕ επικεντρώθηκε σε μία οικονομική πολιτική, η βάση της οποίας ήταν η προσφορά – θεωρώντας ότι η αυξημένη ανταγωνιστικότητα, έτσι όπως αυτή αποτυπώθηκε στη συνθήκη της Λισαβόνας, θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη της Ευρώπης. Δεν δόθηκε λοιπόν καμία σημασία στην αναδιανομή των εισοδημάτων, καθώς επίσης στην προθυμία χρέωσης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών - παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη της ΕΕ να παραμένει «αναιμική» για πολλά χρόνια.
Όταν επιτέλους άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά η Ευρώπη, στηρίχθηκε κυρίως στην αυξημένη ζήτηση, η οποία όμως ήταν δυστυχώς το αποτέλεσμα της υπερκατανάλωσης μέσω δανείων με χαμηλά επιτόκια, καθώς επίσης των επενδύσεων σε μη παραγωγικές δραστηριότητες (ακίνητα κλπ.), εκ μέρους  των εισοδηματικά ασθενέστερων κρατών της – γεγονός που σταμάτησε απότομα, με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΑΝΕΙΣΜΟ
Από την πλευρά της προσφοράς, η ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της αύξησης του χρόνου εργασίας ή/και της υψηλότερης παραγωγικότητας – η οποία όμως διαφέρει από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, η αύξηση της παραγωγικότητας σε μία βιομηχανική χώρα, όπως η Γερμανία, είναι σχετικά εύκολη – αφού απαιτούνται απλά νέες επενδύσεις σε σύγχρονα μηχανήματα.
Αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικότητας σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία στηρίζεται στις υπηρεσίες (τουρισμός κλπ.), είναι κατά πολύ πιο δύσκολη – αφού οι επενδύσεις δεν «αριστοποιούν» την ανθρώπινη εργασία. Ακριβώς για το λογο αυτό απαιτείται σήμερα μία συνεχής μείωση των αμοιβών των εργαζομένων (από το ΔΝΤ), επειδή στη χώρα μας οι μισθοί συμμετέχουν πολύ περισσότερο στο τελικό προϊόν (υπηρεσίες), από ότι στα βιομηχανικά κράτη.
Τα περισσότερα «προϊόντα» τώρα, τα οποία προέρχονται από την ανάπτυξη μέσω της αύξησης της προσφοράς, μπορεί τότε μόνο να βρουν την αντίστοιχη ζήτηση, εάν αυξάνεται ανάλογα η αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών (εισοδήματα), ή εάν μειώνονται οι τιμές πώλησης – έτσι ώστε, με την ίδια αγοραστική δυνατότητα, με τον ίδιο μισθό καλύτερα, να μπορεί κανείς να αγοράζει περισσότερα προϊόντα.
Στην τελευταία περίπτωση, όταν μειώνονται δηλαδή οι τιμές των προϊόντων, χωρίς να αυξάνονται τα εισοδήματα, δεν έχουμε καθόλου ονομαστική ανάπτυξη (πόσο μάλλον όταν μειώνονται οι μισθοί, όπως απαιτεί σήμερα το ΔΝΤ από την Ελλάδα,παράλληλα με τον περιορισμό των τιμών – μία, μεσοπρόθεσμα, εξαιρετικά υφεσιακή συνταγή, «δολοφονική» για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ). Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι οι επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας ή/και αυξάνουν την παραγωγικότητα, να μην πραγματοποιούνται (αφού οι επιχειρήσεις δεν προσβλέπουν σε αύξηση των κερδών τους).
Αντίθετα, σε κανονικές συνθήκες δηλαδή, οι επενδύσεις χρηματοδοτούνται από πιστώσεις (δάνεια), με τις οποίες αυξάνεται η ποσότητα χρήματος στην εκάστοτε αγορά και δημιουργείται ζήτηση - η οποία στηρίζεται σε μία αυξημένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Επομένως, η ανάπτυξη προϋποθέτει την αύξηση των δαπανών, οι οποίες υπερκαλύπτουν τα έσοδα– να καταναλώνει ή να επενδύει λοιπόν κανείς, περισσότερα από όσα εισπράττει, προσβλέποντας στην κάλυψη του κενού από τη μελλοντική ανάπτυξη (αυξήσεις μισθών κλπ.).   
Κάτι τέτοιο είναι όμως τότε μόνο εφικτό, εάν οι ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων είναι πρόθυμοι να πάψουν να αποταμιεύουν ή/και να πουλήσουν μέρος των περιουσιακών στοιχείων τους, καταναλώνοντας ή επενδύοντας – επίσης, όταν οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στην αγορά, αυτοί δηλαδή οι οποίοι δεν έχουν χρήματα, είναι πρόθυμοι να δανειστούν, για τους ίδιους σκοπούς.
Παράλληλα βέβαια, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος θα πρέπει να είναι πρόθυμος να  παρέχει περισσότερες πιστώσεις, από τις καταθέσεις που έχει στη διάθεση του – αφού διαφορετικά θα μπορούσαν να διατεθούν μόνο όλα τα έσοδα του, όπως επίσης οι αποταμιεύσεις των καταθετών του. Η αιτία είναι το ότι, μία σταθερή ή βραδύτερη από την προσφορά (προϊόντων, υπηρεσιών κλπ.) αύξηση της ποσότητας χρήματος, οδηγεί σε μείωση των τιμών – εμποδίζοντας τη διεξαγωγή επενδύσεων.  
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των επενδύσεων εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα, μειώνει την ανάγκη επενδύσεων εκ μέρους του δημοσίου – με αποτέλεσμα να περιορίζεται το δημόσιο χρέος, αυξανομένου του ιδιωτικού, οπότε να γίνεται συνεχώς καλύτερη η σχέση τους. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου το δημόσιο χρέος είναι στο 170% του ΑΕΠ (προ διαγραφής), ενώ το ιδιωτικό στο 160% (250% στην Ιταλία), η εξισορρόπηση μεταξύ τους (80% δημόσιο και 250% ιδιωτικό), θα έλυνε αμέσως το πρόβλημα της χώρας – χωρίς φυσικά να οδηγηθεί στα νύχια του ΔΝΤ και της Γερμανίας.    
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ
Κατά κανόνα, χρεώνονται τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά μίας χώρας, για να επενδύσουν ή για να καταναλώσουν. Εάν όμως δεν το κάνουν, τότε δεν απομένει άλλος από το δημόσιο ή/και το εξωτερικό.
Τα ελλείμματα τώρα (πλεονάσματα) του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, είναι το σύνολο των τριών εγχώριων τομέων – του δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Στη Γερμανία, ο μοναδικός σχεδόν τομέας, λίγο πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ο οποίος εμφάνιζε πλεονάσματα (έσοδα μεγαλύτερα από τις δαπάνες), ήταν ο εξαγωγικός. Στα πλαίσια αυτά σωστά αναφέρεται ότι, η γερμανική ανάπτυξη χρηματοδοτήθηκε από τις αδύναμες χώρες, κυρίως αυτές της ευρωπαϊκής περιφέρειας, καθώς επίσης από τα φτωχά νοικοκυριά των Η.Π.Α. – μέσω της αύξησης του δανεισμού τους, μεταξύ των ετών 2002 και 2008 (subprimes).
Εν τούτοις, επειδή τα πάντα ισορροπούν στη φύση, η «μονοσήμαντη» ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών και εις βάρος των άλλων κρατών, είναι συνδεδεμένη με πολλά άλλα προβλήματα. Το σημαντικότερο όλων είναι ίσως ο δανεισμός των ελλειμματικών χωρών από τις πλεονασματικές, ο οποίος συνήθως  καταλήγει σε απώλεια χρημάτων – όπως συνέβη με τα αμερικανικά νοικοκυριά, οι ζημίες των οποίων τελικά επιβάρυναν τη Γερμανία, μέσω της Lehman Brothers(θεωρείται ως η μεγαλύτερη και μάλιστα νόμιμη ληστεία όλων των εποχών). Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, στον οποίο αναφέρονται οι απαιτήσεις των Γερμανικών τραπεζών απέναντι σε άλλες χώρες, είναι χαρακτηριστικός: 
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξωτερικές απαιτήσεις (δάνεια) των γερμανικών τραπεζών σε δις €, στις «ελλειμματικές» χώρες του Νότου, με ημερομηνία καταγραφής τέλη Αυγούστου 2010
Χώρες
Συνολικά
Τράπεζες
Επιχειρήσεις
Δημόσιο
Ισπανία
146.755
62.963
63.439
20.353
Ιταλία
133.296
48.138
45.664
39.494
114.707
43.025
69.318
2.364
Πορτογαλία
28.685
13.130
9.862
5.693
Ελλάδα
27.990
2.451
7.614
17.925
Ευρώπη
1.524.366
Λοιπός κόσμος
928.625
Γενικό σύνολο**
2.452.991
Πηγή: Bundesbank
ΠίνακαςΒ. Βιλιάρδος
Το ΑΕΠ της Ιρλανδίας το 2008 ήταν 185,7 δις €, οπότε το χρέος της απέναντι στις Γερμανικές τράπεζες ήταν περίπου 62% του ΑΕΠ. Για σύγκριση, το αντίστοιχο χρέος της Ελλάδας (ΑΕΠ 2008 στα 242,9 δις €) ήταν μόλις 11,5% του ΑΕΠ.
** Τεράστιο ποσόν, περίπου όσο το ΑΕΠ της. Ας μην ξεχνάμε εδώ και τα χρέη της ΕΚΤ απέναντι στην Bundesbank από το target II, τα οποία υπολογίζονται στα 500 δις €.
Η μοίρα λοιπόν των πλεονασματικών χωρών, αυτών δηλαδή που δεν στηρίζουν την ανάπτυξη τους στην εσωτερική αγορά, αλλά στις εξαγωγές, όπως η Γερμανία, είναι να δανείζουν τις ελλειμματικές - αφενός μεν για να πουλούν τα προϊόντα τους, αφετέρου για να επενδύουν τα πλεονάσματα τους. Σε περιόδους όμως κρίσης, όπως στη σημερινή, αυτός που συνήθως ζημιώνεται στο τέλος δεν είναι ο οφειλέτης, αλλά ο δανειστής – γεγονός που πολύ σωστά τρομοκρατεί τη Γερμανική κυβέρνηση, παρά τα όσα ανακριβή ανακοινώνει στους Πολίτες της.   
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, ένα μέρος φυσικά αυτών των δανείων θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεύθυνο – αφού στηριζόταν σε υπερβολικές προσδοκίες ανάπτυξης. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα και με κριτήριο το συνολικό χρέος της, δημόσιο και ιδιωτικό, το οποίο είναι από τα χαμηλότερα διεθνώς (η τρίτη λιγότερο χρεωμένη οικονομία, μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ), ο μοναδικός σχεδόν υπαίτιος της υπερχρέωσης ήταν ο δημόσιος τομέας – ενώ ο ιδιωτικός παρέμεινε ελάχιστα χρεωμένος (Πίνακας II).
ΠΙΝΑΚΑΣ II: Συνολικά χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ
Χώρα
Σύνολο
Τράπεζες
Επιχειρήσεις
Νοικοκυριά
Δημόσιο
Η.Π.Α.
376
94
90
92
100
Ελλάδα
333
22
74
71
166
Γερμανία
321
98
80
60
83
Πηγή: MM (IMF), 2011
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Παρά τους ισχυρισμούς λοιπόν πως οι Έλληνες κατανάλωναν δανειζόμενοι πολύ περισσότερα, από όσα εισέπρατταν, ότι δηλαδή ζούσαν πάνω από τις δυνατότητες τους, ο Πίνακας ΙΙ αποδεικνύει την αυθαιρεσία αυτών των συμπερασμάτων – κατά μέσον όρο φυσικά και χωρίς να θεωρούμε ότι δεν υπήρχαν εξαιρέσεις. Ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες, το χρέος των οποίων ήταν πριν από τη διαγραφή των ομολόγων του δημοσίου μόλις 22% του ΑΕΠ, θα μπορούσε εύκολα να συμπεράνει κανείς ότι ήταν οι υγιέστερες της Ευρωζώνης.
ΧΡΕΩΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗ
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ανάπτυξη απαιτεί την αύξηση του δανεισμού, τα χρέη δηλαδή – χωρίς όμως να εξελιχθεί σε υπερχρέωση. Εν τούτοις, το μέγεθος της υπερχρέωσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την ανάπτυξη.
Εάν αναπτύσσεται σωστά η οικονομία μίας χώρας (εάν αυξάνεται το ΑΕΠ της με υψηλότερο ρυθμό από τα χρέη της), τότε μεγεθύνονται τα εισοδήματα - καθώς επίσης οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή δεν προκαλείται καμία γενική υπερχρέωση, ακόμη και αν κάποιοι από τους συμμετέχοντες χρεοκοπούν. Ειδικότερα, όταν το ΑΕΠ μίας χώρας αυξάνεται, τότε ο δημόσιος τομέας της έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να δανείζεται, χωρίς να αυξάνει η σχέση του χρέους ως προς το ΑΕΠ και χωρίς να «υποφέρει» ο προϋπολογισμός, υπό το βάρος των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους. Επομένως, είναι εύλογο να προσπαθεί ένα κράτος να αναπτύσσεται, μέσω της αύξησης του δανεισμού του.
Στα πλαίσια αυτά, το οικονομικό εργαλείο «πρώτης επιλογής» είναι η πολιτική των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας. Όσο χαμηλότερα είναι τα επιτόκια δανεισμού εκ μέρους της, τόσο πιο πρόθυμα είναι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να δανείζονται, με στόχο την κατανάλωση και τις επενδύσεις – αφού τόσο πιο εύκολη είναι η εξυπηρέτηση τόκων και χρεολυσίων. Όταν το κόστος χρηματοδότησης είναι χαμηλό, είναι πολύ πιο εύκολη η κερδοφορία μίας επιχείρησης – ενώ οι επενδύσεις γίνονται, με κριτήριο το προσδοκόμενο κέρδος να είναι υψηλότερο από το επιτόκιο των καταθέσεων.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα χαμηλά επιτόκια προκαλούν υπεραισιόδοξες και κερδοσκοπικές συμπεριφορές. Σαν αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας, τόσο τα νοικοκυριά, όσο και οι επιχειρήσεις υπερεκτιμούν τις δυνατότητες τους να έχουν «πλεονασματικούς προϋπολογισμούς», με αποτέλεσμα να υπερχρεώνονται και να δυσκολεύονται ή να αδυνατούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους. Ο «δείκτης» τώρα, μέσω του οποίου διαπιστώνεται μακροοικονομικά η υπερβολικήπιστωτική επέκταση, δεν είναι άλλος από το ύψος του πληθωρισμού – ο οποίος όμως συνήθως, πριν από την εκάστοτε κρίση, διαπιστώνεται περισσότερο στην αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και λιγότερο στις τιμές των προϊόντων.
Ο πληθωρισμός δείχνει ότι, η αύξηση της προσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών, δεν είναι ανάλογη με την αύξηση της ζήτησης. Το γεγονός αυτό οφείλεται συνήθως στο ότι, οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν σημαντικά στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, για την κάλυψη της ζήτησης - είτε επειδή θεωρούν ότι δεν στηρίζεται σε υγιείς βάσεις, ότι είναι βραχυπρόθεσμη δηλαδή, είτε επειδή δεν καλύπτεται το χρηματοπιστωτικό κόστος, είτε για άλλους λόγους.  
Παράλληλα όμως ο πληθωρισμός διευκολύνει την εξυπηρέτηση των χρεών, επειδή τα ονομαστικά εισοδήματα (μισθοί κλπ.), καθώς επίσης οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων, αυξάνονται ανάλογα (σπιράλ μισθών-τιμών). Εάν στην περίπτωση αυτή η κεντρική τράπεζα αντιδράσει με αυστηρότερη νομισματική πολιτική (αύξηση των επιτοκίων, μείωση της ποσότητας χρήματος), έτσι ώστε να σταθεροποιηθούν οι τιμές, τότε οδηγείται μία σειρά επιχειρήσεων και νοικοκυριών στη χρεοκοπία.
Ένα κύμα χρεοκοπιών όμως θέτει σε κίνδυνο τις τράπεζες – με αποτέλεσμα να αναγκάζεται το κράτος, σε συνεργασία με την κεντρική τράπεζα, να τις διασώσει, να τις ανακεφαλαιοποιήσει ή/και να αυξήσει τη ρευστότητα τους (Ιρλανδία, Ισπανία). Το γεγονός αυτό με τη σειρά του αυξάνει το δημόσιο χρέος του κράτους, δυσκολεύει την εξυπηρέτηση του κλπ. – με τελικό αποτέλεσμα να κινδυνεύει ολόκληρη η οικονομία, η οποία εισέρχεται σε έναν οδυνηρό καθοδικό σπειροειδή κύκλο ύφεσης (περιορίζονται οι επενδύσεις και η κατανάλωση, μειώνεται το ΑΕΠ, αυξάνεται ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ, μεγεθύνονται τα ελλείμματα του προϋπολογισμού κοκ.).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα κράτη είναι υποχρεωμένα και πρέπει να δανείζονται, έτσι ώστε να προβαίνουν στη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων, στα πλαίσια μίας αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής (Keynes). Ο λόγος είναι ότι τα κράτη, όταν έρχονται αντιμέτωπα με την «αποχή» του ιδιωτικού τομέα από τις επενδύσεις και την κατανάλωση, οφείλουν να εξισορροπούν τον περιορισμό της ζήτησης, έτσι ώστε να σταθεροποιούν την ανάπτυξη.
Εάν δεν το κάνουν, είτε επειδή δεν θέλουν (όπως η Γερμανία, η οποία επιμένει στην πολιτική λιτότητας), είτε επειδή δεν μπορούν (όπως η Ελλάδα, λόγω της υπερχρέωσης του δημοσίου), τότε οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις κατευθύνονται στο εξωτερικό. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται μεν η περαιτέρω χρέωση ή υπερχρέωση του δημοσίου, αλλά τόσο οι ιδιώτες επενδυτές, όσο και οι τράπεζες, οι οποίες μεταφέρουν τις καταθέσεις των πελατών τους στο εξωτερικό, εξαρτώνται πλέον από τη φερεγγυότητα των ξένων δανειζόμενων – ενώ παράλληλα επιταχύνουν και επιδεινώνουν την ύφεση στη χώρα τους (φαύλος κύκλος).   
Ολοκληρώνοντας, σχεδόν όλες οι δαπάνες του δημοσίου αυξάνουν άμεσα ή έμμεσα τα εισοδήματα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η μείωση τους λοιπόν οδηγεί στην ύφεση – ενώ η αύξηση τους δημιουργεί ανάπτυξη, ακόμη και αν είναι μόνο ονομαστική (πληθωρισμός). Η ανάπτυξη όμως αυξάνει τα φορολογικά έσοδα του κράτους και μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες – με αποτέλεσμα να εισέρχονται στα κρατικά ταμεία περισσότερα χρήματα, με τη βοήθεια των οποίων εξυπηρετούνται τα δημόσια χρέη.
Επομένως, εάν ένα κράτος υποχρεώνεται, ειδικά εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης, σε μία «μονοσήμαντη» πολιτική λιτότητας, τότε καταδικάζεται στη χρεοκοπία τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός του τομέας. Κατ’ επέκταση, ο μοναδικός σκοπός μιας ανάλογης πολιτικής λιτότητας δεν μπορεί να είναι άλλος από τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας του συγκεκριμένου κράτους, καθώς επίσης από τη μετατροπή του σε προτεκτοράτο των δανειστών του – όπου ο ορισμός του προτεκτοράτου είναι η απώλεια της πολιτικής και δημοσιονομικής του ανεξαρτησίας.  
Αθήνα, 18. Μαρτίου 2012

Αρχειοθήκη ιστολογίου