
Η τσέπη του πρύτανη
Οι πρυτάνεις πρέπει να είναι ανεξάρτητοι, τελεία και παύλα. Αν κάποιος θέλει να προσλάβει μια μεταπτυχιακή φοιτήτρια για γραμματέα του, γούστο του, καπέλο του. Δικαιούται να την προσλάβει για να σηκώνει τα τηλέφωνα, με ασαφές ωράριο. Ο πρύτανης πρέπει να έχει το δημοκρατικό δικαίωμα να πει στη γραμματέα του: «πόσα θες κούκλα μου το μήνα; Ένα χιλιάρικο, δυο χιλιάρικα; Τι; Τρία; Κλείσαμε στα 3.100». Ο πρύτανης πρέπει να έχει την ελευθερία να κόβει επιμίσθια στον εαυτό του, πρέπει να νομιμοποιείται όταν μοιράζει λεφτά στους συνεργάτες του. Στο κάτω κάτω αυτά τα δεν είναι «δημόσιο χρήμα», είναι λεφτά από προγράμματα, δηλαδή είναι «επιστημονικό χρήμα» που είναι ανώτερο. Το «επιστημονικό χρήμα» δεν υπόκειται σε ελέγχους από τους αμόρφωτους υπαλλήλους οιασδήποτε αρχής.Ο πρύτανης του Αριστοτέλειου κ. Γιάννης Μυλόπουλος υπερασπίζεται αυτού του είδους την πανεπιστημιακή ελευθερία. Να κάνει ό,τι θέλει, με τα χρήματα των φορολογούμενων. Όσα αναφέραμε παραπάνω είναι αληθινά. Τα έχει κάνει. Δίνει μπόνους στον εαυτό του για να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή για «Διερεύνηση και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου του ΑΠΘ» ωσάν δηλαδή να παρέχει επιπλέον υπηρεσίες από αυτές για τις οποίες εξελέγη. Δεν είναι μόνον αυτό. Τα χρήματα που μοιραζόταν με τους οικείους του, τα στερούσε από την αληθινή έρευνα. Σε όσους του ζήτησαν κονδύλια απάντησε «δεν έχω» ενώ η ειλικρινής απάντηση θα ήταν «έχω μόνο για την τσέπη μου». Είχε και για σκόρπισμα. Γιατί ένα πανεπιστήμιο διαθέτει κεφάλαια για την προβολή του όταν δεν έχει εξασφαλίσει ποσά για την έρευνα; Ο κ. Γιάννης Μυλόπουλος δεν μπορεί να δώσει πειστική απάντηση επ’ αυτού. Μπορεί όμως επί μακρόν να μιλήσει για το πανεπιστημιακό άσυλο και να υπερασπιστεί τους καταστροφείς των κτηρίων. Τι τον νοιάζει; Τις ζημιές δεν τις αποκαθιστά με χρήματα από την τσέπη του.
Το πάθος του πρύτανη ΑΠΘ για το πανεπιστημιακό άσυλο ήταν κρίσιμο για την ανέλιξή του. Με αυτό το πάθος κέρδισε την ευμένεια των αριστερών και των ακραίων φοιτητών που τον ψήφισαν. Το όλο ζήτημα στη Θεσσαλονίκη ήταν να μην εκλεγεί δεξιός πρύτανης. Επειδή ο κ. Μυλόπουλος ήταν πασόκος, θεωρείτο «προοδευτικός». Το είχε δουλέψει καλά το προφίλ του. Σε άρθρο του προ τετραετίας διακωμωδούσε την αστυνόμευση των ιδρυμάτων όταν καίγονταν από κουκουλοφόρους. Έλεγε ότι πρέπει να μπουν παιδονόμοι και στα νηπιαγωγεία. Έγραφε τότε ότι «τα πανεπιστήμια είναι σε πλήρη διάλυση». Εκείνος λοιπόν τι έκανε από την ώρα που ανέλαβε ευθύνες; Ουσιαστικά πήγε να κουκουλώσει τα προβλήματα για ίδιον όφελος. Δήλωνε ότι έχει περισσότερους από 85.000 φοιτητές. Ο αριθμός ήταν εσφαλμένος ή ψευδής. Το Αριστοτέλειο δεν είχε περισσότερους από 45.000. Βέβαια ο άνθρωπος προσπάθησε να δικαιολογηθεί για το ολίσθημα. Είπε ότι στους 45.000 που ανακοίνωσε η υπουργός Παιδείας δεν καταμετρήθηκαν οι μεταπτυχιακοί. Για να δίνει τέτοιες εξηγήσεις θεωρεί ότι όλοι οι υπόλοιποι είναι βλάκες. Μόνον ο ίδιος είναι ευφυής και, κατά δήλωσή του, ανώτερος από βουλευτές και πολιτικούς.
Ο κ. Μυλόπουλος δίνει αγώνα για να μην περάσει το νομοσχέδιο για την ανώτατη εκπαίδευση. Δεν έχουμε καμία όρεξη να υπερασπιστούμε κανένα νομοσχέδιο της παρούσας κυβέρνησης. Μπαφιάσαμε όμως από τους Μυλόπουλους που κάνουν φασαριόζικο αγώνα (τάχα μου ιδεολογική κόντρα) για το ατομικό τους συμφέρον. Μπαφιάσαμε από δαύτους.
TOVIMA.GR

Στα όρια της… ρατσιστικής και εμμονικής προσέγγισης, κάποιος θα επεσήμανε το γεγονός ότι δεν μπορεί να περιμένουμε σοβαρά πως η χώρα που πήρε δυο φορές την πρωτοβουλία να αιματοκυλήσει τον πλανήτη, θα πράξει σήμερα τα δέοντα για τη διάσωση της ευρωπαϊκής, και κατ’ επέκταση της παγκόσμιας οικονομίας.
Με τον τίτλο αυτό (Les gamains qui nous gouvernent), η γαλλική LE MONDE στο σημερινό κύριο άρθρο της αναφέρεται στην έλλειψη ηγετικότητας στον κόσμο, στην ανικανότητα της Ευρώπης να βρει λύσεις στην οικονομική κρίση, αντί με τους ενδοιασμούς και τις διαφωνίες της, να προκαλεί πανικό στις αγορές, που θα κληθούν να αγοράσουν το δημόσιο χρέος των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δεν αφήνει απέξω, ούτε και τις ΗΠΑ, και ειδικότερα τους ρεπουμπλικάνους που αρνούνται (προς το παρόν) να αποφασίσουν την αύξηση του νομικά επιτρεπτού ορίου χρέους της Αμερικής, που έχει καθορισθεί στο 65% του ΑΕΠ.