Ως τη Μ. Τετάρτη ελάχιστοι πίστευαν ότι ο κ. Α. Τσοχατζόπουλος θα βρισκόταν κρατούμενος. Ούτε καν ο ίδιος, ο οποίος κυκλοφορούσε ως τώρα ελεύθερα στην Αθήνα, κάποτε με ένα μικρό λευκό Smart, κάποτε με μια Μercedes χρώματος... σαμπάνιας, αδιαφορώντας για την κριτική, τις ύβρεις και την περιφρόνηση του κόσμου...
Αδιαφορούσε ακόμη και στις προειδοποιήσεις συναδέλφων του. Οπως συνέβη την περασμένη εβδομάδα, όταν ο πρώην βουλευτής της ΝΔ κ. Αν. Καραμάριος τον συνάντησε στο Κολωνάκι να βγαίνει από ένα κατάστημα με ρούχα: «Ακη, με τέτοιες κατηγορίες που έχεις στην πλάτη σου θα πας φυλακή, δεν πρόκειται να τη γλιτώσεις» τον είχε προειδοποιήσει. Και ο Ακης τού χαμογέλασε λέγοντας: «Δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, γιατί εγώ έχω χαρτιά με τα οποία θα απαντήσω και όλα θα ξεκαθαρίσουν, είναι όλα συκοφαντίες, πολιτικό παιγνίδι παίζουν».
Ο κ. Τσοχατζόπουλος προφανώς είχε πειστεί για την ατιμωρησία των πολιτικών. Αλλωστε έπειτα από τόσα σκάνδαλα, τόσες εξεταστικές και προανακριτικές επιτροπές, ουδείς πολιτικός είχε συλληφθεί ως τώρα πέραν του «Αθανασόπουλου για το καλαμπόκι». Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ όμως γνωρίζουν ότι το υπουργείο Αμυνας στο οποίο υπηρέτησε επί μακρόν χρόνο ο Ακης είναι δυνητικά ένα εύφορο έδαφος για σκάνδαλα. Πώς όμως ο άνθρωπος που συνδέθηκε με την καθαρόαιμη πρώτη σοσιαλιστική ομάδα του ΠαΣοΚ, ο άνθρωπος που παραλίγο να γίνει πρωθυπουργός, ένας από τους σημαντικότερους υπουργούς της κυβέρνησης, με ισχυρότατες διασυνδέσεις και γνωριμίες στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, βρέθηκε μεγαλοβδομαδιάτικα κρατούμενος στη Γενική Ασφάλεια, κατηγορούμενος για μίζες εκατομμυρίων ευρώ;
Ούτε καν η σύζυγός του κυρία Βασιλική (Βίκυ) Σταμάτη, πρώην υπάλληλος της ΔΕΗ και «πέτρα του σκανδάλου» για πολλούς, πίστευε ότι «ο Ακης της» επρόκειτο να συλληφθεί. Την ημέρα της σύλληψής του και προτού ακόμη ο κ. Τσοχατζόπουλος οδηγηθεί στη ΓΑΔΑ απαντούσε η ίδια στο κινητό τηλέφωνο του συζύγου της λέγοντας: «Καλά, δεν μάθατε τι μας συνέβη; Τι κακό μας βρήκε;». Για όλα όμως φταίνε οι γυναίκες των πολιτικών, όπως χιουμοριστικά λέγεται στη Βουλή; Φταίνε, λένε, οι γυναίκες τους για τις κοινωνικές και κοσμικές φιλοδοξίες που είχαν, για την απληστία τους για άμεσο πλουτισμό, για την απόκτηση οικίας στην Εκάλη ή στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου.
Ο κ. Ακης Τσοχατζόπουλος μεσουρανούσε πολιτικά και κομματικά τη δεκαετία του 1990. Για να τον συναντήσουν βουλευτές έβαζαν μέσον τους συνεργάτες του που ανήκαν στο λεγόμενο «τσοχατζοπουλικό μπλοκ», το ισχυρότερο ρεύμα που λειτουργούσε τότε στο ΠαΣοΚ. Την ίδια ώρα όμως παράλληλα με τις απανωτές «αγορές του αιώνα» που ανακοινώνονταν κάθε λίγο και λιγάκι, με δικαιολογία την «αύξηση της αποτελεσματικότητας των Ενόπλων Δυνάμεων», σημειώνονταν και περίεργες αγορές ακινήτων. Ελάχιστα από τα ακίνητα βρέθηκαν στο όνομα του Ακη. Υπήρχαν όμως άλλα με ιδιοκτήτες...offshore εταιρείες. Και να σκεφθείτε ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος εισήλθε το 1981 στην κεντρική πολιτική σκηνή χωρίς ακίνητο στην ιδιοκτησία του, με κάποια εισοδήματα από συμμετοχή σε κατασκευαστική εταιρεία.
Ηταν οδηγός, συνεργάτης του Ανδρέα Παπανδρέου και αγγελιοφόρος του στη διάρκεια του ΠΑΚ και μετά την πτώση της χούντας μέλος του πανίσχυρου τότε Εκτελεστικού Γραφείου και βουλευτής Επικρατείας στις εκλογές του 1981. Στην αρχική δήλωση «πόθεν έσχες» εμφανίζεται... «ανέστιος» και το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο που δήλωσε ήταν ένα αυτοκίνητο Opel Ascona 1.600 κ.εκ. που ανήκε στη γερμανίδα (τότε) σύζυγό του κυρία Γκούντρουν Μολντενχάουερ. Τα εισοδήματα που είχε περιλάβει στη φορολογική δήλωσή του για το οικονομικό έτος 1980 ο κατά δήλωσή του «πολιτικός μηχανικός - οικονομολόγος» ήταν 565.590 δραχμές που προέρχονταν από την κατά 10% συμμετοχή του στην κατασκευαστική εταιρεία Κ. Αρβανίτης και Σία ΟΕ. Οι τραπεζικές καταθέσεις του ήταν 200.000 δραχμές στην Εθνική Τράπεζα και 20.000 μάρκα στη Stadparkasse του Μονάχου, όπου είχε δραστηριοποιηθεί επαγγελματικά κατά την περίοδο της δικτατορίας προτού επιστρέψει στην Ελλάδα.
Από τη Θεσσαλονίκη στη Γερμανία
Οι γονείς του ήταν φτωχοί άνθρωποι, πρόσφυγες από την Πόλη που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη το 1929. Πουλούσαν λουκάνικα, παστουρμά και σαλάμι σε ένα μαγαζάκι στη στοά Μοδιάνο. Ο Ακης από μικρός αγαπούσε το εμπόριο. Πουλούσε σάντουιτς στον σιδηροδρομικό σταθμό της Θεσσαλονίκης και παράλληλα πήγαινε για προπόνηση στον ΠΑΟΚ. Από μικρός ήθελε να γίνει πιλότος - ίσως αυτό να εξηγεί τις βόλτες στο Αιγαίο ως υπουργός Αμυνας με F-16 και με Μιράζ. Τον «έκοψαν» στη Σχολή Ικάρων λόγω «συστολικού εμφυσήματος μυοκαρδίου». Το 1959 πήγε στη Δυτική Γερμανία και κάνοντας τον σερβιτόρο και τον εκφορτωτή σπούδασε πολιτικός μηχανικός.
Πάμπτωχος εμφανιζόταν ο Ακης όταν μπήκε στην πολιτική. Τα εισοδήματά του όμως αυξάνονταν χρόνο με τον χρόνο με γεωμετρική πρόοδο. Ουδείς τον είχε ελέγξει ποτέ - ουδείς ενδιαφερόταν άλλωστε γι΄ αυτό. Και όσες φορές υπήρξαν υπόνοιες για τα εισοδήματά του και τα ακίνητά του, καταγγελίες για αδικαιολόγητο πλουτισμό, απαντούσε με μηνύσεις, αγωγές και εξώδικα. Η απότομη πολιτική, κομματική, οικονομική και κοινωνική άνοδός του οφειλόταν για όσους τον ξέρουν σε δύο παράγοντες: πρώτον, στην αγάπη και στην εμπιστοσύνη που του είχε ο Ανδρέας Παπανδρέου (λέγεται ότι «ο Ανδρέας εμπιστευόταν τον Ακη πιο πολύ και από τα παιδιά του») και, δεύτερον, στα... Ιμια. Η θητεία του στο υπουργείο Αμυνας συνοδεύτηκε από ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ με το άλλοθι των Ιμίων. Μόνο τον Νοέμβριο του 1996 η τότε κυβέρνηση ενέκρινε ένα γιγαντιαίο εξοπλιστικό πρόγραμμα το οποίο ονομάστηκε «η αγορά του αιώνα» αξίας 4 τρισ. δρχ. Οι απευθείας αναθέσεις έγιναν σε αρκετές περιπτώσεις συνήθεια. Η απευθείας ανάθεση των ρωσικών πυραύλων ξεπέρασε το 1 δισ. δολάρια. Για την αγορά αυτή συγκροτήθηκε εξεταστική επιτροπή, χωρίς όμως να παραπεμφθεί κανείς.
Και ξαφνικά μπήκε στη ζωή του η κυρία Βίκυ Σταμάτη. Το 1999 πολλοί είχαν προσέξει μια μελαχρινή κυρία να ταξιδεύει μαζί του με τα ιδιωτικά τζετ που μίσθωνε για να επισκέπτεται διάφορες χώρες προκειμένου να διαπραγματευθεί οπλικά συστήματα. Στην αρχή έλεγαν ότι ήταν μία από τις ιδιαίτερες του Ακη, αφού ο υπουργός συνήθιζε να παίρνει μαζί του στα ταξίδια και μία ή δύο γραμματείς του.
Ηταν όμως η κυρία Σταμάτη. Τότε πήρε διαζύγιο από τη γερμανίδα σύζυγό του. Το διαζύγιο ήταν επεισοδιακό και στοίχισε ακριβά στον Ακη. Πληροφορίες έκαναν λόγο και για μετρητά που κατέβαλε αλλά και για παραχώρηση ακινήτου στην πρώην σύζυγό του. Η κυρία Μολντενχάουερ κατάφερε, λέγεται, και διατήρησε με συμφωνία το επώνυμο «κυρία Τσοχατζοπούλου».
Τρία χρόνια αργότερα παρέθεσε δεξίωση με την ευκαιρία του αρραβώνα του με την κυρία Σταμάτη στο πολυτελές εστιατόριο «Beau Brummel» στην Κηφισιά. Είχαν κληθεί βουλευτές, επιχειρηματίες, κοσμικοί. Προσκλήθηκε και γαλλίδα τραγουδίστρια από το Παρίσι ειδικά για να ευχηθεί στους μελλονύμφους. Ο κ. Τσοχατζόπουλος εμφανιζόταν πανίσχυρος. Ηταν παντού προσκεκλημένος και μαζί του η νέα σύζυγός του. Tο 2003 έγινε παρουσίαση στο Ιδρυμα Γουλανδρή του παιδικού βιβλίου της «Ο μυθικός χορός της φύσης» που αποτέλεσε μείζον πολιτικό-κοσμικό γεγονός στην Αθήνα αφού παρέστη η αφρόκρεμα της κοσμικής και πνευματικής Αθήνας.
Ο γάμος και η δεξίωση στο «Four Seasons»
Και μετά ήρθε ο γάμος στο Παρίσι, στον ορθόδοξο καθεδρικό ναό του Αγίου Στεφάνου. Το ζευγάρι έφθασε στην εκκλησία μέσα σε μια μπλε Τζάγκουαρ. Κουμπάρος ήταν ο γάλλος πολιτικός μηχανικός κ. Μισέλ Καντάς. Ακολούθησε λαμπρή γαμήλια δεξίωση στο πολυτελές ξενοδοχείο «Four Seasons». Δημιουργήθηκε σάλος - ήταν η αρχή της πτώσης του Ακη.
Το τελικό χτύπημα ήρθε με την αγορά οικίας στην πιο ακριβή οδό της χώρας, στην οδό Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Την αγορά αυτή δεν τη δήλωσε στο «πόθεν έσχες». Δεν μπόρεσε να πείσει το ΣΔΟΕ ότι τα χρήματα προήλθαν από τις οικονομίες του και από δάνειο που πήρε. Δεν έπεισε όταν ισχυριζόταν ότι στοίχισε μόνο 1,1 εκατ. ευρώ. Αρχισαν οι απανωτοί έλεγχοι του ΣΔΟΕ και εκλήθη στην εξεταστική επιτροπή για τη Siemens επειδή στο ημερολόγιο του κ. Μ. Χριστοφοράκου το όνομά του εμφανιζόταν συχνά. Η αγορά του νεοκλασικού συνδέθηκε αμέσως με την υπόθεση των υποβρυχίων αφού πραγματοποιήθηκε από μια offshore εταιρεία με την οποία είχε σχέση ο Ακης.
Παρά ταύτα, ο Ακης προφανώς δεν κατάλαβε ότι άλλαξαν οι εποχές. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπήρχε ενδεχόμενο να συλληφθεί. Αν και οι φίλοι του τον εγκατέλειψαν και έμεινε σχεδόν μόνος του, εμφανώς γερασμένος συνέχιζε τη ζωή του σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό...
ρεπορτάζ: Νίκος Χασαπόπουλος/ΒΗΜΑ