«Αν ένας απατεώνας προσληφθεί σε δημόσια θέση χάρη σε πλαστά πιστοποιητικά δεν χρειάζεται να παραπεμφθεί σε Πειθαρχικό Συμβούλιο (όπως δυστυχώς προβλέπει ο νόμος). Ο διορισμός του είναι εξαρχής άκυρος και μπορεί να ανακληθεί σε χρόνο μηδέν. Ας προσφύγει μετά, αν τολμάει, στο Συμβούλιο της Επικρατείας». Αυτή την καίρια επισήμανση, που δυστυχώς ηθελημένα αγνοεί η κυβέρνηση και η διαβλητή νομοθεσία, προτάσσει σ' ένα άρθρο-καταπέλτη ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Γιώργος Μαυρογορδάτος, ξετινάζοντας τη φιλολογία γύρω από τη δυστοκία περιορισμού του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων με την απομάκρυνση έστω των επίορκων. («Καθημερινή», 21/4). Κατακεραυνώνει επίσης μια σειρά από μύθους και ισχυρισμούς που προβάλλονται για να αποτραπεί ο κατακερματισμός του κράτους και η αδιαφανής και διαβλητή διαχείριση των δαπανών του, ώστε να ξεφύγουμε από το σημερινό οικονομικό αδιέξοδο. Αυτό άλλωστε επιβάλλουν λόγοι δικαιοσύνης και κοινωνικής ευαισθησίας προς τους εργαζομένους του ιδιωτικού τομέα που επωμίζονται εξ ολοκλήρου το βάρος της ανεργίας. Και όλα αυτά συμβαίνουν δυστυχώς κατά παράβασιν του άρθρου 4 του Συντάγματος που ορίζει ισότητα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις όλων των ελλήνων πολιτών.
Ο κ. Μαυρογορδάτος καταγγέλλει ταυτόχρονα ότι είναι μύθος ο ισχυρισμός ότι κανείς τάχα πολιτικός δεν τόλμησε να εξαγγείλει και να επιβάλει μείωση του άρθρου των δημοσίων υπαλλήλων. Διότι υπάρχει τουλάχιστον μία φωτεινή εξαίρεση, του εθνάρχη Ελευθέριου Βενιζέλου, προσώπου αναφοράς κάθε προοδευτικού και δημοκράτη ακόμη και σήμερα. Το 1928 υποσχέθηκε προεκλογικά τη μείωση των κρατικών δαπανών «κυρίως διά της ελαττώσεως της πληθώρας των δημοσίων υπαλλήλων». Μίλησε για μείωση κατά 5.000 ή και 10.000 υπαλλήλους, δηλαδή κατά 10%-20% με τα τότε δεδομένα (πολύ λιγότερο απαιτητική είναι σήμερα η τρόικα σε ποσοστά). Και ως πρωθυπουργός, συνεπής προς τις προεκλογικές υποσχέσεις του, έκλεισε δεκάδες περιττά σχολεία μέσης εκπαίδευσης και μείωσε τον αριθμό των μαθητών κατά 40%, ενώ την ίδια ώρα έχτιζε 3.167 σχολικά κτίρια σχεδόν αποκλειστικά για δημοτικά σχολεία. Υπενθυμίζω ότι υπουργός Παιδείας ήταν ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου, που εφήρμοσε επιτυχώς τα εκπαιδευτικά σχέδια του προηγηθέντος υπουργού Γόντικα! (Το αντίθετο έπραξε ο γιος του, Ανδρέας Παπανδρέου.)
Ως ανιστόρητη επίσης χαρακτηρίζεται η αποσύνδεση της μονιμότητας από τα προσόντα. Μολονότι από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους θεωρήθηκε αυτονόητη η πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων με βάση τα απαιτούμενα προσόντα, η ψηφοθηρία μέσω των διορισμών πολέμησε αυτή την ανάγκη ακόμη και επί Χαριλάου Τρικούπη με την πολεμική ιαχή «κάτω τα προσόντα!».
Κατά τον κ. Μαυρογορδάτο, «στην ανιστόρητη αποσύνδεση της μονιμότητας από τα προσόντα κρύβεται η ουσία των σημερινών ψεύτικων διλημμάτων. Μετά το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου ως πρωθυπουργός έπαψε στην πράξη κάθε ουσιαστικό έλεγχο των προσόντων, αφού σταμάτησαν οι διαγωνισμοί. Αντίθετα, προσλήφθηκαν και στη συνέχεια μονιμοποιήθηκαν δεκάδες χιλιάδες έκτακτοι και συμβασιούχοι χωρίς αξιόπιστο έλεγχο προσόντων. Η κατάσταση εκτροχιάστηκε ως τον πρώτο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ το 1995. Διατηρήθηκε όμως η μοριοδότηση με κοινωνικά κριτήρια, που αποτελούν καθαρά λαϊκίστικη επινόηση με τη, μερική έστω, παράκαμψη των προσόντων.
Οσοι έχουν προσληφθεί αξιοκρατικά μέσω ΑΣΕΠ μετά το 1995 αποτελούν μειονότητα, μολονότι κυρίως χάρη σ' αυτούς λειτουργεί ό,τι λειτουργεί και προπαντός χάρη σ' αυτούς παρατηρείται καλύτερη συμπεριφορά απέναντι στον πολίτη», όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος. Κατά συνέπεια, συνεχίζει, «η πλειονότητα των σημερινών δημοσίων υπαλλήλων αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό, λογικό και γενικότερο ιδεολογικό οξύμωρο: μονιμότητα χωρίς προσόντα ή πάντως χωρίς αξιόπιστη αξιολόγησή τους».
Ας σημειωθεί ότι, αν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατοχύρωσε συνταγματικά το 1911 τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, ο ίδιος τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησής του (1928-32) δυσφορούσε για τις συνέπειές της. Αυτός, νομίζω, ήταν ο κυριότερος λόγος που δεν κατέστη δυνατόν να εξυγιανθεί εν λειτουργία η ΕΡΤ. Και κυρίως ο αντιδραστικός συνδικαλισμός της.
Του ΜΕΓΑΛΟΥ Γ. Μαρίνου από το Βήμα ( 04/08/2013)
Ο κ. Μαυρογορδάτος καταγγέλλει ταυτόχρονα ότι είναι μύθος ο ισχυρισμός ότι κανείς τάχα πολιτικός δεν τόλμησε να εξαγγείλει και να επιβάλει μείωση του άρθρου των δημοσίων υπαλλήλων. Διότι υπάρχει τουλάχιστον μία φωτεινή εξαίρεση, του εθνάρχη Ελευθέριου Βενιζέλου, προσώπου αναφοράς κάθε προοδευτικού και δημοκράτη ακόμη και σήμερα. Το 1928 υποσχέθηκε προεκλογικά τη μείωση των κρατικών δαπανών «κυρίως διά της ελαττώσεως της πληθώρας των δημοσίων υπαλλήλων». Μίλησε για μείωση κατά 5.000 ή και 10.000 υπαλλήλους, δηλαδή κατά 10%-20% με τα τότε δεδομένα (πολύ λιγότερο απαιτητική είναι σήμερα η τρόικα σε ποσοστά). Και ως πρωθυπουργός, συνεπής προς τις προεκλογικές υποσχέσεις του, έκλεισε δεκάδες περιττά σχολεία μέσης εκπαίδευσης και μείωσε τον αριθμό των μαθητών κατά 40%, ενώ την ίδια ώρα έχτιζε 3.167 σχολικά κτίρια σχεδόν αποκλειστικά για δημοτικά σχολεία. Υπενθυμίζω ότι υπουργός Παιδείας ήταν ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου, που εφήρμοσε επιτυχώς τα εκπαιδευτικά σχέδια του προηγηθέντος υπουργού Γόντικα! (Το αντίθετο έπραξε ο γιος του, Ανδρέας Παπανδρέου.)
Ως ανιστόρητη επίσης χαρακτηρίζεται η αποσύνδεση της μονιμότητας από τα προσόντα. Μολονότι από της ιδρύσεως του ελληνικού κράτους θεωρήθηκε αυτονόητη η πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων με βάση τα απαιτούμενα προσόντα, η ψηφοθηρία μέσω των διορισμών πολέμησε αυτή την ανάγκη ακόμη και επί Χαριλάου Τρικούπη με την πολεμική ιαχή «κάτω τα προσόντα!».
Κατά τον κ. Μαυρογορδάτο, «στην ανιστόρητη αποσύνδεση της μονιμότητας από τα προσόντα κρύβεται η ουσία των σημερινών ψεύτικων διλημμάτων. Μετά το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου ως πρωθυπουργός έπαψε στην πράξη κάθε ουσιαστικό έλεγχο των προσόντων, αφού σταμάτησαν οι διαγωνισμοί. Αντίθετα, προσλήφθηκαν και στη συνέχεια μονιμοποιήθηκαν δεκάδες χιλιάδες έκτακτοι και συμβασιούχοι χωρίς αξιόπιστο έλεγχο προσόντων. Η κατάσταση εκτροχιάστηκε ως τον πρώτο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ το 1995. Διατηρήθηκε όμως η μοριοδότηση με κοινωνικά κριτήρια, που αποτελούν καθαρά λαϊκίστικη επινόηση με τη, μερική έστω, παράκαμψη των προσόντων.
Οσοι έχουν προσληφθεί αξιοκρατικά μέσω ΑΣΕΠ μετά το 1995 αποτελούν μειονότητα, μολονότι κυρίως χάρη σ' αυτούς λειτουργεί ό,τι λειτουργεί και προπαντός χάρη σ' αυτούς παρατηρείται καλύτερη συμπεριφορά απέναντι στον πολίτη», όπως επισημαίνει ο αρθρογράφος. Κατά συνέπεια, συνεχίζει, «η πλειονότητα των σημερινών δημοσίων υπαλλήλων αντιπροσωπεύει ένα ιστορικό, λογικό και γενικότερο ιδεολογικό οξύμωρο: μονιμότητα χωρίς προσόντα ή πάντως χωρίς αξιόπιστη αξιολόγησή τους».
Ας σημειωθεί ότι, αν και ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατοχύρωσε συνταγματικά το 1911 τη μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, ο ίδιος τη δεύτερη περίοδο διακυβέρνησής του (1928-32) δυσφορούσε για τις συνέπειές της. Αυτός, νομίζω, ήταν ο κυριότερος λόγος που δεν κατέστη δυνατόν να εξυγιανθεί εν λειτουργία η ΕΡΤ. Και κυρίως ο αντιδραστικός συνδικαλισμός της.
Του ΜΕΓΑΛΟΥ Γ. Μαρίνου από το Βήμα ( 04/08/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου