Εστίαση χωρίς ΦΠΑ
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
Είναι μήνες τώρα που τον παρατηρώ. Στην αρχή ερχόταν φοβισμένος. Εβλεπα να καραδοκεί στην παρακάτω γωνία, να ελέγχει το τρίστρατο λίγο μακρύτερα από την κεντρική λεωφόρο και να ξεσκαρίζει μόνο όταν δεν υπήρχε στον δρόμο ψυχή. Πολύ συχνά, ενώ είχε αρχίσει να προχωρεί προς τον στόχο του, αν έσκαγε μύτη από το βάθος της διασταύρωσης ανθρώπινη υποψία, γύριζε πίσω και έπιανε πάλι καραούλι στη γωνίτσα του. Κι άντε πάλι από την αρχή. Συνήθως αυτές οι διστακτικές έξοδοί του γίνονταν νωρίς το πρωί γύρω στις επτά ή το βράδυ, αργά, γύρω στις δώδεκα. Εκείνες εξάλλου τις ώρες ο δρόμος στη γειτονιά μας έχει αραιή κίνηση, τις άλλες άνθρωποι και αυτοκίνητα, μηχανάκια, ταχυδρόμοι, ντελίβερι, ακόμη και ένας γραφικός μάλλον βαλκάνιος κανταδόρος μ' ένα ξεκούρδιστο ακορντεόν μάς επισκέπτονται. Ετσι δύσκολα κανείς θα αποπειραθεί να διακινδυνεύσει να εκτεθεί σε ανάλογα με του ανθρώπου μας διαβήματα. Οταν γινόταν τολμηρότερος και παρ' όλη την πιθανή κίνηση έφτανε στον στόχο του βιαστικός και χωρίς προφυλάξεις ήταν όταν φεύγοντας από τα σπίτια για να πάνε στη δουλειά, κυρίως γυναίκες, νοικοκυρές, αλλά και οικιακές βοηθοί αλλοδαπές και... βρεφοκρατούσες φοιτήτριες, αφήνουν στον κάδο απορριμμάτων μια ή δυο σακούλες με αποφάγια και άλλα περιττά. Γιατί αυτός είναι ο στόχος του ανθρώπου μας. Ο κάδος.
Στις πρώτες μέρες που εμφανίστηκε στα μέρη μας, όπως είπα, ήταν διστακτικός και καχύποπτος. Κι όταν πλησίαζε και την ώρα που βουτηγμένος
με το κεφάλι ψαχούλευε, το μάτι του σαν γυροσκόπιο επόπτευε την γύρω περιοχή, όταν έβλεπε άνθρωπο να πλησιάζει έπαιζε τον αδιάφορο και πολύ συχνά τη σακούλα που ξεσκάλιζε τάχα επιδεικτικά την πετούσε μέσα και έκλεινε το καπάκι του κάδου καμωνόμενος τον γείτονα που έριχνε τα σκουπίδια του.
Με τον καιρό άφησε τις προσποιήσεις. Πλησίαζε αδίστακτος και άνοιγε με δύναμη και σχεδόν βίαια το καπάκι, διάλεγε την πιο πρόσφατη σακούλα, αφού ήξερε πως οι παλιότερες στον πάτο του κάδου είχαν ήδη παραδοθεί στη σήψη και με μεγάλη επιδεξιότητα τραβούσε ό,τι έψαχνε. Αντιλαμβανόμουν πως δεν ήταν ο γνωστός παλιατζής που αναζητεί άχρηστες ή χαλασμένες συσκευές, χαρτιά, βιβλία ή ρουχισμό, παπούτσια, καπέλα, γάντια ακόμη και ψευτοκοσμήματα, πλαστικά σκεύη, λάμπες, πορτατίφ και τέτοια. Αυτός έρχεται συνήθως με αυτοκίνητο ή τρίκυκλο, έχει μεγάλο σάκο και είναι εφοδιασμένος μ' ένα μετάλλινο αγκίστρι με το οποίο σκίζει τις σακούλες και ελέγχει το περιεχόμενό τους. Επίσης, οι πιο οργανωμένοι φορούν γάντια και οι πλέον σχολαστικοί έχουν και μάσκες νοσοκομειακές για να προστατεύονται από τις αναθυμιάσεις. Ο άνθρωπός μας ερχόταν άοπλος και δεν φαινόταν «συλλέκτης», παλιατζής ή - γιατί υπάρχουν και αυτοί - εφημεριδοφάγος!
Εν πρώτοις δεν είχε στολή επαγγελματία αναζητητή, ούτε πάλι ήταν ρακένδυτος. Φαινόταν μεσήλικος, φορούσε σκούρο κοστούμι, φθαρμένο αλλά καθαρό, μια τραγιάσκα και συχνά ένα μάλλινο κασκόλ γύρω από τον λαιμό.
Οταν άρχισα να τον παρακολουθώ από το παράθυρό μου πιο συστηματικά κι όταν πλέον είχε διασκεδάσει τους δισταγμούς του, όταν πια δεν φυλαγόταν, δεν κρυβόταν στη γωνία αλλά ερχόταν απευθείας στους κάδους, ήταν βλέπετε δύο, σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά, διαπίστωσα πως αναζητούσε τροφή την οποία μάλιστα κατανάλωνε επιτόπου... Ανοιγε τη σακούλα που φαινόταν να κρύβει αποφάγια και με χέρια άπληστα ξεχώριζε ό,τι φαινόταν πιο φρέσκο και πιο στέρεο. Κυρίως φέτες ψωμιού, αλλαντικά, σαλάτες, κανένα μισοφαγωμένο αυγό, μακαρόνια, λαπάδες, μάπες, πατατοσαλάτες, φρέσκα φασολάκια, τουρσιά και πολύ σπάνια κανένα υπόλοιπο λουκάνικου, κανένα κέικ.
Με τη συνήθεια και την έλλειψη πλέον ντροπής εφηύρε και μια στοιχειώδη τελετουργία. Αν τύχαινε να ανακαλύψει κανένα πιάτο πλαστικό ή κεσεδάκι γιαούρτης, το μετέτρεπε σε σερβίτσιο και αφού διάλεγε τα φαγώσιμα της σακούλας γέμιζε το δοχείο και όταν έβρισκε αρκετή συγκομιδή τότε όρθιος αλλά με αργό ρυθμό έτρωγε. Πρώτα τη σαλάτα, μετά το κύριο φαγητό και στο τέλος το γλυκό. Μια ημέρα μάλιστα, έπειτα από μεγάλη γιορτή, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, που τα δείπνα συνήθως είναι και πλούσια και οι συνδαιτυμόνες πολλοί, άρα και τα αποφάγια πολλά και ποικίλα, τον είδα να φτάνει πρωί πρωί και αφού γέμισε το πλαστικό πιάτο και σ' ένα άλλο απόθεσε τη βασιλόπιτα, που κάποιος χορτασμένος είχε λίγο τσιμπολογήσει, έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα διπλωμένο καθαρό μαντίλι, το ξεδίπλωσε και το έβαλε στη λαιμόκοψη του πουλόβερ ως πετσέτα και έτσι, όρθιος αλλά γιορταστικός, έφαγε αργά και τελετουργικά. Πάντα στην άλλη τσέπη του σακακιού ή μιας τριμμένης καπαρντίνας που φορούσε με τα κρύα, είχε ένα πλαστικό δοχείο με βιδωτό καπάκι που υπέθεσα πως ήταν νερό, αλλά κατέληξα να δεχτώ πως ήταν καφές, γιατί το έπινε μετά το γεύμα ή το δείπνο.
Αυτά παρατηρούσα μήνες πριν, ώσπου τις τελευταίες μέρες το τοπίο άλλαξε. Πλήθυναν οι συνδαιτυμόνες. Στην αρχή δεύτερος, ύστερα τρίτος και αργότερα προστέθηκε και μια γηραιά κυρία. Κρατούσαν τυπικά μια σειρά προσέλευσης. Περίμεναν να γευματίσει ο προηγούμενος και ύστερα πλησίαζαν στην ποθητή τράπεζα. Οταν όμως οι τελευταίοι έβρισκαν τα αποφάγια καταναλωμένα και ό,τι ανασκάλευαν στον πάτο βρωμούσε σαπίλα και ξινίλα, άρχισαν να διαγκωνίζονται, να χρησιμοποιούν βία και η γηραιά κυρία κάποια στιγμή έβγαλε τα μάλλινα γάντια της και όρμησε να βγάλει τα μάτια του διεκδικητή της τροφής της.
Εγκατέλειψα το παράθυρο ένα πρωί, όταν σκότωσαν τη γάτα που είχε αναζητήσει πριν φτάσουν λίγο φαγάκι. Πάντως δεν την έφαγαν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου