Στην Ελλάδα σήμερα καίγονται χρήματα, οργιάζει η ανεργία, βυθίζεται στα χρέη το δημόσιο και καταδικάζονται χιλιάδες επιχειρήσεις στη χρεοκοπία – γεγονός που σημαίνει ότι, βιώνουμε μία δεύτερη αποικιοκρατική εποχή, με θύμα την εθνική μας κυριαρχία
“Η υπερβολικά υψηλή ανεργία είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ύφεσης – της αδυναμίας ανάπτυξης δηλαδή ενός κράτους. Μόνιμη ή προσωρινή, επιδεινούμενη ή όχι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ανεργία αποτελούσε πάντοτε μάστιγα – ενώ η δυνατότητα εξάλειψης της ήταν ανέκαθεν μέρος των ισχυρισμών περί της (δήθεν) ανωτερότητας τουκομμουνιστικού καθεστώτος. (J.Schumpeter).
Ο κοινωνικός καπιταλισμός, η μικτή οικονομία καλύτερα, (στην οποία οι κοινωφελείς, οι στρατηγικές και οι κερδοφόρες μονοπωλιακές επιχειρήσεις ανήκουν στο κράτος, ενώ όλες οι υπόλοιπες στους ιδιώτες), σε συνθήκες ήρεμης ανάπτυξης και σε «περιβάλλον»άμεσης δημοκρατίας, όπου οι Πολίτες συμμετέχουν μέσω δημοψηφισμάτων τόσο στις αποφάσεις, όσο και στον έλεγχο του κράτους, μπορεί να εγγυηθεί την καταπολέμηση της ανεργίας – όπως επίσης τη δίκαιη αναδιανομή των εισοδημάτων και την ελευθερία.
Αντίθετα το άκρο αντίθετο του κομμουνισμού, ο νεοφιλελευθερισμός, σύμφωνα με τον οποίο όλες οι επιχειρήσεις πρέπει να ανήκουν στους ιδιώτες (με αποτέλεσμα να μετατρέπονται σε τεράστιες γραφειοκρατικές οργανώσεις «μονοπωλιακής μορφής» εις βάρος της ελεύθερης αγοράς και της ατομικής πρωτοβουλίας), δεν μπορεί να εγγυηθεί τίποτα - πόσο μάλλον όταν επιβάλει μια πολιτική λιτότητας στις εισοδηματικά ασθενέστερες τάξεις, σε συνθήκες ύφεσης, η οποία συνήθως εκβάλλει σε μεγάλες αναταραχές, σε κοινωνικές εξεγέρσεις, στην αύξηση της εγκληματικότητας, στην αναβίωση δικτατορικών καθεστώτων κλπ.
Ανάλυση
Έχοντας την άποψη ότι, οφείλουμε να αφήσουμε για πάντα πίσω μας το παρελθόν, σχεδιάζοντας με «αισιόδοξη προσοχή» πλέον το μέλλον, καθώς επίσης γνωρίζοντας πως η γνώση είναι δύναμη, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στην ανάπτυξη – αφού, χωρίς ανάπτυξη, είναι αδύνατον να ξεφύγουμε τόσο από τη μάστιγα της ανεργίας, όσο και από τηνπαγίδα του χρέους, στην οποία πιθανότατα οδηγηθήκαμε σκόπιμα (άρθρο μας).
Άλλωστε όλες οι προηγούμενες δυνατότητες και επιλογές μας, οι οποίες ήταν πάρα πολλές, έχουν πλέον σε μεγάλο βαθμό «αναιρεθεί» από τα γεγονότα. Μεταξύ αυτών, η τυχόν επιστροφή μας στο εθνικό νόμισμα αφού, με κριτήριο το νέο μνημόνιο και την καινούργια δανειακή σύμβαση (αμφότερα καταστροφικά, εάν όχι εγκληματικά και προδοτικά), δεν θα μπορούσαμε πια να μετατρέψουμε το δημόσιο χρέος σε δραχμές – με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη τόσο η βιωσιμότητα, όσο και η διαχείριση του (αν και ποτέ δεν είμαστε υπέρ της εξόδου της χώρας μας από την Ευρωζώνη – την οποία δεν είναι λογικό να καταδικάζουμε επειδή μία και μόνο χώρα, η πρωσική Γερμανία δηλαδή, δεν συμπεριφέρεται ως οφείλει).
Παράλληλα βέβαια έχει χαθεί και η δυνατότητα σωστής εφαρμογής του σεναρίου του δολαρίου ή του ελβετικού φράγκου (του ρωσικού ρουβλίου ίσως όχι ακόμη) – πάντοτε φυσικά υπό την προϋπόθεση της μη αθέτησης της πληρωμής των οφειλών εκ μέρους του κράτους. Ακόμη και η Ισλανδία, η οποία καταπολέμησε με επιτυχία την κρίση χρέους, εξετάζει τη σύνδεση του νομίσματος της με κάποιο άλλο – με το καναδικό δολάριο στην προκειμένη περίπτωση. Ίσως οφείλουμε να σημειώσουμε εδώ ότι, σαν αποτέλεσμα της υποτίμησης της κορώνας με το ξέσπασμα της κρίσης, το δημόσιο χρέος τηςΙσλανδίας αυξήθηκε, σε όρους δολαρίου, από το περίπου 50% του ΑΕΠ στο 130% - σε χρόνο μηδέν.
Περαιτέρω οι τράπεζες μας, από τις υγιέστερες της Ευρώπης κάποτε, αντιμετωπίζουν επίσης μεγάλα προβλήματα – από τα οποία πολύ δύσκολα θα ξεφύγουν, εάν δεν επιστρέψει η Ελλάδα άμεσα στην ανάπτυξη. Για παράδειγμα πρόσφατα, μόλις στις 22 Φεβρουαρίου, η Alpha Bank έλαβε εγγύηση εκ μέρους του κράτους, για τη βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση της με ένα ομόλογο ύψους 2 δις € - το οποίο λήγει στις 22 Μαΐου! Δύο ημέρες αργότερα, η Εθνική τράπεζα δανείσθηκε 3 δις €, επίσης με την εγγύηση του δημοσίου - ενώ η Πειραιώς 2,087 δις € στις 5 Μαρτίου.
Τέλος, έχει επίσης χαθεί η δυνατότητα της εσωτερικής χρηματοδότησης, μέσω της έκδοσης εθνικών ομολόγων – έτσι όπως την είχαμε παρουσιάσει το Οκτώβριο του 2009, αλλά και πρόσφατα (άρθρο μας). Η διαδικασία της ανταλλαγής ομολόγων, ιδιαίτερα η καταναγκαστική διαγραφή των απαιτήσεων των μικροεπενδυτών, οι οποίοι είχαν εμπιστευθεί το Ελληνικό Δημόσιο, τοποθετώντας στα ομόλογα του τις όποιες αποταμιεύσεις τους, έχει πλέον «κάψει» τη συγκεκριμένη δυνατότητα, για πάρα πολλά χρόνια – επίσης την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές, την αξιοπιστία της, την εικόνα της στο εξωτερικό (τουρισμός) και τόσα πολλά άλλα, για τα οποία θα έπρεπε κάποτε να τιμωρηθούν παραδειγματικά όλοι οι υπεύθυνοι (άρθρο μας).
Αν σκεφθεί κανείς δε ότι δεν κερδίσαμε απολύτως τίποτα (από τα 107 δις € της διαγραφής, πάνω από τα 50 δις € ήταν δικά μας, ενώ τα υπόλοιπα θα διατεθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – 48 δις € - καθώς επίσης των ασφαλιστικών ταμείων, οπότε θα αυξήσουν ξανά το δημόσιο χρέος), τότε θα καταλάβει καλύτερα το μέγεθος της «εσχάτης προδοσίας»απέναντι στην πατρίδα μας.
Ενδεχομένως βέβαια, αυτά που ακόμη δεν έχουν χαθεί είναι τα νέα γεωπολιτικά μας πλεονεκτήματα – τα οποία, σύμφωνα με τους ειδικούς (Ι. Μάζης), είναι πάρα πολλά, για πρώτη φορά στην Ιστορία μας. Εν τούτοις, ο τομέας αυτός δεν ανήκει στο δικό μας γνωστικό πεδίο, οπότε θα ήταν ανόητο να προσπαθήσουμε να τα αναλύσουμε. Πάντως, με κριτήριο το ότι οι πολύ μεγάλες οικονομικές κρίσεις καταλήγουν σε σημαντικές γεωπολιτικές ανακατατάξεις, δεν θα μας έκανε καθόλου εντύπωση, μεταξύ άλλων, η τυχόν υιοθέτηση κοινών «θρησκευτικών νομισμάτων» - όπως για τις ισλαμικές χώρες, για τις ορθόδοξες κλπ.
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΣΤΗΝ ΕΕ
Είναι γνωστό ότι η λιτότητα χωρίς ανάπτυξη είναι πολύ πιο καταστροφική, από την ανάπτυξη χωρίς λιτότητα – ιδιαίτερα επειδή «καίγονται» χρήματα (πιστωτική συρρίκνωση), προκαλείται τεράστια ανεργία, περιορίζεται σε επικίνδυνο βαθμό η ιδιωτική κατανάλωση και καταδικάζεται στη χρεοκοπία η πλειονότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Στα πλαίσια αυτά, η πολιτική της ΕΕ, η οποία θεωρούσε για πάρα πολλά χρόνια ότι, οι ενσωματωμένες, ελεύθερες αγορές, σε συνδυασμό με ένα σταθερό, κοινό νόμισμα, θα αποτελούσαν εγγύηση για την ανάπτυξη, αποδείχθηκε εντελώς εσφαλμένη.
Η διοίκηση της ΕΕ επικεντρώθηκε σε μία οικονομική πολιτική, η βάση της οποίας ήταν η προσφορά – θεωρώντας ότι η αυξημένη ανταγωνιστικότητα, έτσι όπως αυτή αποτυπώθηκε στη συνθήκη της Λισαβόνας, θα εξασφάλιζε την ανάπτυξη της Ευρώπης. Δεν δόθηκε λοιπόν καμία σημασία στην αναδιανομή των εισοδημάτων, καθώς επίσης στην προθυμία χρέωσης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών - παράγοντες οι οποίοι καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη ζήτηση, με αποτέλεσμα η ανάπτυξη της ΕΕ να παραμένει «αναιμική» για πολλά χρόνια.
Όταν επιτέλους άρχισε να αναπτύσσεται δυναμικά η Ευρώπη, στηρίχθηκε κυρίως στην αυξημένη ζήτηση, η οποία όμως ήταν δυστυχώς το αποτέλεσμα της υπερκατανάλωσης μέσω δανείων με χαμηλά επιτόκια, καθώς επίσης των επενδύσεων σε μη παραγωγικές δραστηριότητες (ακίνητα κλπ.), εκ μέρους των εισοδηματικά ασθενέστερων κρατών της – γεγονός που σταμάτησε απότομα, με το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΜΕ ΤΟ ΔΑΝΕΙΣΜΟ
Από την πλευρά της προσφοράς, η ανάπτυξη είναι το αποτέλεσμα της αύξησης του χρόνου εργασίας ή/και της υψηλότερης παραγωγικότητας – η οποία όμως διαφέρει από χώρα σε χώρα. Για παράδειγμα, η αύξηση της παραγωγικότητας σε μία βιομηχανική χώρα, όπως η Γερμανία, είναι σχετικά εύκολη – αφού απαιτούνται απλά νέες επενδύσεις σε σύγχρονα μηχανήματα.
Αντίθετα, η αύξηση της παραγωγικότητας σε χώρες όπως η Ελλάδα, η οποία στηρίζεται στις υπηρεσίες (τουρισμός κλπ.), είναι κατά πολύ πιο δύσκολη – αφού οι επενδύσεις δεν «αριστοποιούν» την ανθρώπινη εργασία. Ακριβώς για το λογο αυτό απαιτείται σήμερα μία συνεχής μείωση των αμοιβών των εργαζομένων (από το ΔΝΤ), επειδή στη χώρα μας οι μισθοί συμμετέχουν πολύ περισσότερο στο τελικό προϊόν (υπηρεσίες), από ότι στα βιομηχανικά κράτη.
Τα περισσότερα «προϊόντα» τώρα, τα οποία προέρχονται από την ανάπτυξη μέσω της αύξησης της προσφοράς, μπορεί τότε μόνο να βρουν την αντίστοιχη ζήτηση, εάν αυξάνεται ανάλογα η αγοραστική δυνατότητα των καταναλωτών (εισοδήματα), ή εάν μειώνονται οι τιμές πώλησης – έτσι ώστε, με την ίδια αγοραστική δυνατότητα, με τον ίδιο μισθό καλύτερα, να μπορεί κανείς να αγοράζει περισσότερα προϊόντα.
Στην τελευταία περίπτωση, όταν μειώνονται δηλαδή οι τιμές των προϊόντων, χωρίς να αυξάνονται τα εισοδήματα, δεν έχουμε καθόλου ονομαστική ανάπτυξη (πόσο μάλλον όταν μειώνονται οι μισθοί, όπως απαιτεί σήμερα το ΔΝΤ από την Ελλάδα,παράλληλα με τον περιορισμό των τιμών – μία, μεσοπρόθεσμα, εξαιρετικά υφεσιακή συνταγή, «δολοφονική» για χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ). Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας είναι οι επενδύσεις, οι οποίες δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας ή/και αυξάνουν την παραγωγικότητα, να μην πραγματοποιούνται (αφού οι επιχειρήσεις δεν προσβλέπουν σε αύξηση των κερδών τους).
Αντίθετα, σε κανονικές συνθήκες δηλαδή, οι επενδύσεις χρηματοδοτούνται από πιστώσεις (δάνεια), με τις οποίες αυξάνεται η ποσότητα χρήματος στην εκάστοτε αγορά και δημιουργείται ζήτηση - η οποία στηρίζεται σε μία αυξημένη αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Επομένως, η ανάπτυξη προϋποθέτει την αύξηση των δαπανών, οι οποίες υπερκαλύπτουν τα έσοδα– να καταναλώνει ή να επενδύει λοιπόν κανείς, περισσότερα από όσα εισπράττει, προσβλέποντας στην κάλυψη του κενού από τη μελλοντική ανάπτυξη (αυξήσεις μισθών κλπ.).
Κάτι τέτοιο είναι όμως τότε μόνο εφικτό, εάν οι ιδιοκτήτες περιουσιακών στοιχείων είναι πρόθυμοι να πάψουν να αποταμιεύουν ή/και να πουλήσουν μέρος των περιουσιακών στοιχείων τους, καταναλώνοντας ή επενδύοντας – επίσης, όταν οι υπόλοιποι συμμετέχοντες στην αγορά, αυτοί δηλαδή οι οποίοι δεν έχουν χρήματα, είναι πρόθυμοι να δανειστούν, για τους ίδιους σκοπούς.
Παράλληλα βέβαια, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος θα πρέπει να είναι πρόθυμος να παρέχει περισσότερες πιστώσεις, από τις καταθέσεις που έχει στη διάθεση του – αφού διαφορετικά θα μπορούσαν να διατεθούν μόνο όλα τα έσοδα του, όπως επίσης οι αποταμιεύσεις των καταθετών του. Η αιτία είναι το ότι, μία σταθερή ή βραδύτερη από την προσφορά (προϊόντων, υπηρεσιών κλπ.) αύξηση της ποσότητας χρήματος, οδηγεί σε μείωση των τιμών – εμποδίζοντας τη διεξαγωγή επενδύσεων.
Σε κάθε περίπτωση, η αύξηση των επενδύσεων εκ μέρους του ιδιωτικού τομέα, μειώνει την ανάγκη επενδύσεων εκ μέρους του δημοσίου – με αποτέλεσμα να περιορίζεται το δημόσιο χρέος, αυξανομένου του ιδιωτικού, οπότε να γίνεται συνεχώς καλύτερη η σχέση τους. Ειδικά στην Ελλάδα, όπου το δημόσιο χρέος είναι στο 170% του ΑΕΠ (προ διαγραφής), ενώ το ιδιωτικό στο 160% (250% στην Ιταλία), η εξισορρόπηση μεταξύ τους (80% δημόσιο και 250% ιδιωτικό), θα έλυνε αμέσως το πρόβλημα της χώρας – χωρίς φυσικά να οδηγηθεί στα νύχια του ΔΝΤ και της Γερμανίας.
Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ
Κατά κανόνα, χρεώνονται τόσο οι επιχειρήσεις, όσο και τα νοικοκυριά μίας χώρας, για να επενδύσουν ή για να καταναλώσουν. Εάν όμως δεν το κάνουν, τότε δεν απομένει άλλος από το δημόσιο ή/και το εξωτερικό.
Τα ελλείμματα τώρα (πλεονάσματα) του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, είναι το σύνολο των τριών εγχώριων τομέων – του δημοσίου, των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Στη Γερμανία, ο μοναδικός σχεδόν τομέας, λίγο πριν από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, ο οποίος εμφάνιζε πλεονάσματα (έσοδα μεγαλύτερα από τις δαπάνες), ήταν ο εξαγωγικός. Στα πλαίσια αυτά σωστά αναφέρεται ότι, η γερμανική ανάπτυξη χρηματοδοτήθηκε από τις αδύναμες χώρες, κυρίως αυτές της ευρωπαϊκής περιφέρειας, καθώς επίσης από τα φτωχά νοικοκυριά των Η.Π.Α. – μέσω της αύξησης του δανεισμού τους, μεταξύ των ετών 2002 και 2008 (subprimes).
Εν τούτοις, επειδή τα πάντα ισορροπούν στη φύση, η «μονοσήμαντη» ανάπτυξη μέσω των εξαγωγών και εις βάρος των άλλων κρατών, είναι συνδεδεμένη με πολλά άλλα προβλήματα. Το σημαντικότερο όλων είναι ίσως ο δανεισμός των ελλειμματικών χωρών από τις πλεονασματικές, ο οποίος συνήθως καταλήγει σε απώλεια χρημάτων – όπως συνέβη με τα αμερικανικά νοικοκυριά, οι ζημίες των οποίων τελικά επιβάρυναν τη Γερμανία, μέσω της Lehman Brothers(θεωρείται ως η μεγαλύτερη και μάλιστα νόμιμη ληστεία όλων των εποχών). Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, στον οποίο αναφέρονται οι απαιτήσεις των Γερμανικών τραπεζών απέναντι σε άλλες χώρες, είναι χαρακτηριστικός:
ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Εξωτερικές απαιτήσεις (δάνεια) των γερμανικών τραπεζών σε δις €, στις «ελλειμματικές» χώρες του Νότου, με ημερομηνία καταγραφής τέλη Αυγούστου 2010
Χώρες | Συνολικά | Τράπεζες | Επιχειρήσεις | Δημόσιο |
Ισπανία | 146.755 | 62.963 | 63.439 | 20.353 |
Ιταλία | 133.296 | 48.138 | 45.664 | 39.494 |
114.707 | 43.025 | 69.318 | 2.364 | |
Πορτογαλία | 28.685 | 13.130 | 9.862 | 5.693 |
Ελλάδα | 27.990 | 2.451 | 7.614 | 17.925 |
Ευρώπη | 1.524.366 | |||
Λοιπός κόσμος | 928.625 | |||
Γενικό σύνολο** | 2.452.991 |
Πηγή: Bundesbank
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
* Το ΑΕΠ της Ιρλανδίας το 2008 ήταν 185,7 δις €, οπότε το χρέος της απέναντι στις Γερμανικές τράπεζες ήταν περίπου 62% του ΑΕΠ. Για σύγκριση, το αντίστοιχο χρέος της Ελλάδας (ΑΕΠ 2008 στα 242,9 δις €) ήταν μόλις 11,5% του ΑΕΠ.
** Τεράστιο ποσόν, περίπου όσο το ΑΕΠ της. Ας μην ξεχνάμε εδώ και τα χρέη της ΕΚΤ απέναντι στην Bundesbank από το target II, τα οποία υπολογίζονται στα 500 δις €.
Η μοίρα λοιπόν των πλεονασματικών χωρών, αυτών δηλαδή που δεν στηρίζουν την ανάπτυξη τους στην εσωτερική αγορά, αλλά στις εξαγωγές, όπως η Γερμανία, είναι να δανείζουν τις ελλειμματικές - αφενός μεν για να πουλούν τα προϊόντα τους, αφετέρου για να επενδύουν τα πλεονάσματα τους. Σε περιόδους όμως κρίσης, όπως στη σημερινή, αυτός που συνήθως ζημιώνεται στο τέλος δεν είναι ο οφειλέτης, αλλά ο δανειστής – γεγονός που πολύ σωστά τρομοκρατεί τη Γερμανική κυβέρνηση, παρά τα όσα ανακριβή ανακοινώνει στους Πολίτες της.
Συνεχίζοντας στο θέμα μας, ένα μέρος φυσικά αυτών των δανείων θα μπορούσε να θεωρηθεί ανεύθυνο – αφού στηριζόταν σε υπερβολικές προσδοκίες ανάπτυξης. Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα και με κριτήριο το συνολικό χρέος της, δημόσιο και ιδιωτικό, το οποίο είναι από τα χαμηλότερα διεθνώς (η τρίτη λιγότερο χρεωμένη οικονομία, μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ), ο μοναδικός σχεδόν υπαίτιος της υπερχρέωσης ήταν ο δημόσιος τομέας – ενώ ο ιδιωτικός παρέμεινε ελάχιστα χρεωμένος (Πίνακας II).
ΠΙΝΑΚΑΣ II: Συνολικά χρέη, δημόσια και ιδιωτικά, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ
Χώρα | Σύνολο | Τράπεζες | Επιχειρήσεις | Νοικοκυριά | Δημόσιο |
Η.Π.Α. | 376 | 94 | 90 | 92 | 100 |
Ελλάδα | 333 | 22 | 74 | 71 | 166 |
Γερμανία | 321 | 98 | 80 | 60 | 83 |
Πηγή: MM (IMF), 2011
Πίνακας: Β. Βιλιάρδος
Παρά τους ισχυρισμούς λοιπόν πως οι Έλληνες κατανάλωναν δανειζόμενοι πολύ περισσότερα, από όσα εισέπρατταν, ότι δηλαδή ζούσαν πάνω από τις δυνατότητες τους, ο Πίνακας ΙΙ αποδεικνύει την αυθαιρεσία αυτών των συμπερασμάτων – κατά μέσον όρο φυσικά και χωρίς να θεωρούμε ότι δεν υπήρχαν εξαιρέσεις. Ειδικά όσον αφορά τις τράπεζες, το χρέος των οποίων ήταν πριν από τη διαγραφή των ομολόγων του δημοσίου μόλις 22% του ΑΕΠ, θα μπορούσε εύκολα να συμπεράνει κανείς ότι ήταν οι υγιέστερες της Ευρωζώνης.
ΧΡΕΩΣΗ ΚΑΙ ΥΠΕΡΧΡΕΩΣΗ
Σύμφωνα με τα παραπάνω, η ανάπτυξη απαιτεί την αύξηση του δανεισμού, τα χρέη δηλαδή – χωρίς όμως να εξελιχθεί σε υπερχρέωση. Εν τούτοις, το μέγεθος της υπερχρέωσης είναι σε άμεση εξάρτηση με την ανάπτυξη.
Εάν αναπτύσσεται σωστά η οικονομία μίας χώρας (εάν αυξάνεται το ΑΕΠ της με υψηλότερο ρυθμό από τα χρέη της), τότε μεγεθύνονται τα εισοδήματα - καθώς επίσης οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων. Στην περίπτωση αυτή δεν προκαλείται καμία γενική υπερχρέωση, ακόμη και αν κάποιοι από τους συμμετέχοντες χρεοκοπούν. Ειδικότερα, όταν το ΑΕΠ μίας χώρας αυξάνεται, τότε ο δημόσιος τομέας της έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να δανείζεται, χωρίς να αυξάνει η σχέση του χρέους ως προς το ΑΕΠ και χωρίς να «υποφέρει» ο προϋπολογισμός, υπό το βάρος των τόκων εξυπηρέτησης του χρέους. Επομένως, είναι εύλογο να προσπαθεί ένα κράτος να αναπτύσσεται, μέσω της αύξησης του δανεισμού του.
Στα πλαίσια αυτά, το οικονομικό εργαλείο «πρώτης επιλογής» είναι η πολιτική των επιτοκίων της κεντρικής τράπεζας. Όσο χαμηλότερα είναι τα επιτόκια δανεισμού εκ μέρους της, τόσο πιο πρόθυμα είναι τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις να δανείζονται, με στόχο την κατανάλωση και τις επενδύσεις – αφού τόσο πιο εύκολη είναι η εξυπηρέτηση τόκων και χρεολυσίων. Όταν το κόστος χρηματοδότησης είναι χαμηλό, είναι πολύ πιο εύκολη η κερδοφορία μίας επιχείρησης – ενώ οι επενδύσεις γίνονται, με κριτήριο το προσδοκόμενο κέρδος να είναι υψηλότερο από το επιτόκιο των καταθέσεων.
Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα χαμηλά επιτόκια προκαλούν υπεραισιόδοξες και κερδοσκοπικές συμπεριφορές. Σαν αποτέλεσμα αυτής της λειτουργίας, τόσο τα νοικοκυριά, όσο και οι επιχειρήσεις υπερεκτιμούν τις δυνατότητες τους να έχουν «πλεονασματικούς προϋπολογισμούς», με αποτέλεσμα να υπερχρεώνονται και να δυσκολεύονται ή να αδυνατούν να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους. Ο «δείκτης» τώρα, μέσω του οποίου διαπιστώνεται μακροοικονομικά η υπερβολικήπιστωτική επέκταση, δεν είναι άλλος από το ύψος του πληθωρισμού – ο οποίος όμως συνήθως, πριν από την εκάστοτε κρίση, διαπιστώνεται περισσότερο στην αύξηση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων και λιγότερο στις τιμές των προϊόντων.
Ο πληθωρισμός δείχνει ότι, η αύξηση της προσφοράς προϊόντων και υπηρεσιών, δεν είναι ανάλογη με την αύξηση της ζήτησης. Το γεγονός αυτό οφείλεται συνήθως στο ότι, οι επιχειρήσεις δεν επενδύουν σημαντικά στην παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών, για την κάλυψη της ζήτησης - είτε επειδή θεωρούν ότι δεν στηρίζεται σε υγιείς βάσεις, ότι είναι βραχυπρόθεσμη δηλαδή, είτε επειδή δεν καλύπτεται το χρηματοπιστωτικό κόστος, είτε για άλλους λόγους.
Παράλληλα όμως ο πληθωρισμός διευκολύνει την εξυπηρέτηση των χρεών, επειδή τα ονομαστικά εισοδήματα (μισθοί κλπ.), καθώς επίσης οι αξίες των περιουσιακών στοιχείων, αυξάνονται ανάλογα (σπιράλ μισθών-τιμών). Εάν στην περίπτωση αυτή η κεντρική τράπεζα αντιδράσει με αυστηρότερη νομισματική πολιτική (αύξηση των επιτοκίων, μείωση της ποσότητας χρήματος), έτσι ώστε να σταθεροποιηθούν οι τιμές, τότε οδηγείται μία σειρά επιχειρήσεων και νοικοκυριών στη χρεοκοπία.
Ένα κύμα χρεοκοπιών όμως θέτει σε κίνδυνο τις τράπεζες – με αποτέλεσμα να αναγκάζεται το κράτος, σε συνεργασία με την κεντρική τράπεζα, να τις διασώσει, να τις ανακεφαλαιοποιήσει ή/και να αυξήσει τη ρευστότητα τους (Ιρλανδία, Ισπανία). Το γεγονός αυτό με τη σειρά του αυξάνει το δημόσιο χρέος του κράτους, δυσκολεύει την εξυπηρέτηση του κλπ. – με τελικό αποτέλεσμα να κινδυνεύει ολόκληρη η οικονομία, η οποία εισέρχεται σε έναν οδυνηρό καθοδικό σπειροειδή κύκλο ύφεσης (περιορίζονται οι επενδύσεις και η κατανάλωση, μειώνεται το ΑΕΠ, αυξάνεται ο δείκτης χρέους προς ΑΕΠ, μεγεθύνονται τα ελλείμματα του προϋπολογισμού κοκ.).
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Τα κράτη είναι υποχρεωμένα και πρέπει να δανείζονται, έτσι ώστε να προβαίνουν στη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων, στα πλαίσια μίας αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής (Keynes). Ο λόγος είναι ότι τα κράτη, όταν έρχονται αντιμέτωπα με την «αποχή» του ιδιωτικού τομέα από τις επενδύσεις και την κατανάλωση, οφείλουν να εξισορροπούν τον περιορισμό της ζήτησης, έτσι ώστε να σταθεροποιούν την ανάπτυξη.
Εάν δεν το κάνουν, είτε επειδή δεν θέλουν (όπως η Γερμανία, η οποία επιμένει στην πολιτική λιτότητας), είτε επειδή δεν μπορούν (όπως η Ελλάδα, λόγω της υπερχρέωσης του δημοσίου), τότε οι ιδιωτικές αποταμιεύσεις κατευθύνονται στο εξωτερικό. Με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται μεν η περαιτέρω χρέωση ή υπερχρέωση του δημοσίου, αλλά τόσο οι ιδιώτες επενδυτές, όσο και οι τράπεζες, οι οποίες μεταφέρουν τις καταθέσεις των πελατών τους στο εξωτερικό, εξαρτώνται πλέον από τη φερεγγυότητα των ξένων δανειζόμενων – ενώ παράλληλα επιταχύνουν και επιδεινώνουν την ύφεση στη χώρα τους (φαύλος κύκλος).
Ολοκληρώνοντας, σχεδόν όλες οι δαπάνες του δημοσίου αυξάνουν άμεσα ή έμμεσα τα εισοδήματα των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών. Η μείωση τους λοιπόν οδηγεί στην ύφεση – ενώ η αύξηση τους δημιουργεί ανάπτυξη, ακόμη και αν είναι μόνο ονομαστική (πληθωρισμός). Η ανάπτυξη όμως αυξάνει τα φορολογικά έσοδα του κράτους και μειώνει τις κοινωνικές δαπάνες – με αποτέλεσμα να εισέρχονται στα κρατικά ταμεία περισσότερα χρήματα, με τη βοήθεια των οποίων εξυπηρετούνται τα δημόσια χρέη.
Επομένως, εάν ένα κράτος υποχρεώνεται, ειδικά εν μέσω παγκόσμιας ύφεσης, σε μία «μονοσήμαντη» πολιτική λιτότητας, τότε καταδικάζεται στη χρεοκοπία τόσο ο δημόσιος, όσο και ο ιδιωτικός του τομέας. Κατ’ επέκταση, ο μοναδικός σκοπός μιας ανάλογης πολιτικής λιτότητας δεν μπορεί να είναι άλλος από τη λεηλασία της ιδιωτικής και δημόσιας περιουσίας του συγκεκριμένου κράτους, καθώς επίσης από τη μετατροπή του σε προτεκτοράτο των δανειστών του – όπου ο ορισμός του προτεκτοράτου είναι η απώλεια της πολιτικής και δημοσιονομικής του ανεξαρτησίας.
Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)
Αθήνα, 18. Μαρτίου 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου